Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2013

"Σώνει γυάλισμα..."

Ο παππούς και η γιαγιά ήταν το πιο αστείο ζευγάρι που έχω δει ποτέ. Εκείνος κοντούλης και αδύνατος, εκείνη ψηλή και παχουλή - νταρντάνα που λέμε. Τρωγόντουσαν συνεχώς. Όταν η γιαγιά έβαζε τις φωνές στον παππού -επειδή ο παππούς τα έτσουζε λιγάκι-, εκείνος με κοιτούσε με νόημα και μου έκλεινε το μάτι. Μεγάλη λεβεντιά ο παππούς. Δεν έχω δει άνθρωπο στη ζωή μου να χαμογελάει τόσο. Να χαμογελάει με την καρδιά του.

Η γιαγιά ήταν στρυφνός και αυστηρός άνθρωπος. Όταν κάτι την εκνεύριζε, γούρλωνε τα μάτια της και σε κοιτούσε με κείνο το βλέμμα που -όταν είσαι 8 χρονών παιδί- είναι ικανό να σε στοιχειώσει. Δεν ήταν κακός άνθρωπος η γιαγιά. Σε καμία περίπτωση. Απλώς, είχε περάσει δύσκολα στη ζωή  της - όπως και ο παππούς. Που χαμογελούσε συνέχεια. Με την καρδιά του. 

Η γιαγιά χαμογελούσε σπάνια -και γελούσε ακόμη πιο σπάνια- αλλά, όταν το έκανε, έλαμπε ολόκληρη. Φωτίζονταν το πρόσωπό της και από τύραννος -όπως την έλεγε η μητέρα μου- γινόταν ξαφνικά ο πιο γλυκός άνθρωπος. 

Στο σπίτι στο χωριό έχουμε τρεις μεγάλους καθρέφτες - για την ακρίβεια, τρεις τεράστιους καθρέφτες. Όταν ήμουν πιτσιρικάς στεκόμουν με τις ώρες μπροστά απ' αυτούς τους καθρέφτες και γυαλιζόμουν. Η γιαγιά καθόταν στην πολυθρόνα της και με κοιτούσε. «Σώνει γυάλισμα!» μου έλεγε αυστηρά - εννοούσε να τελειώνω με το γυάλισμα. «Άσε με ρε γιαγιά!» φώναζα εγώ και συνέχιζα να αυτοθαυμάζομαι. <<Σώνει γυάλισμα!>>. 

Ο παππούς τις περισσότερες ώρες καθόταν στην αυλή, σε μια σιδερένια καρέκλα με κόκκινο μαξιλάρι. Από εκεί έβλεπε όλους τους περαστικούς του χωριού και χαιρετιόταν με τους πάντες - η αυλή βλέπει κατευθείαν στο δρόμο, οπότε του παππού δεν του ξέφευγε τίποτα. Ο παππούς είχε την τάση να βγάζει παρατσούκλια - είχε βγάλει παρατσούκλια για όλους σχεδόν τους συγχωριανούς του. Κάθε φορά που περνούσε κάποιος χωριανός έξω απ' το σπίτι μας και χαιρετιόταν με τον παππού, περίμενα να ακούσω το παρατσούκλι. Μόλις το άκουγα, χτυπιόμουν απ' τα γέλια. Το ίδιο κι ο παππούς. Τις περισσότερες φορές γελούσε κι ο χωριανός. 

Το σακάκι του παππού ήταν μόνιμα κρεμασμένο στην κρεμάστρα έξω από το μπάνιο. Στην αριστερή τσέπη του σακακιού του -κι όχι τη δεξιά- έβαζε πάντα μια σοκοφρέτα. Η σοκοφρέτα προοριζόταν για μένα, μιας και ήμουν ο μικρότερος. Το πρώτο πράγμα που έκανα μόλις σηκωνόμουν απ' το κρεβάτι ήταν να πάω να πάρω τη σοκοφρέτα μου απ' το σακάκι του παππού - το δεύτερο πράγμα που έκανα ήταν να φάω τη σοκοφρέτα στην αυλή, παρέα με τον παππού, που με έβλεπε πασαλειμμένο με σοκολάτες και γελούσε. Θεέ μου, πόσο γελούσε! 

Το περισσότερο γέλιο το ρίχναμε όταν ερχόταν ο παπάς του χωριού στο σπίτι - ο παπάς που με βάφτισε, ο οποίος είναι πανύψηλος και λιγάκι αφασία. Έμπαινε λοιπόν ο παπα-Γιάννης στο σαλόνι και ο πατέρας μου, κοιτώντας με με νόημα, μου σφύριζε δείχνοντας με το κεφάλι του τον παπά: «Σσσσ». Τότε εγώ -που ήξερα τι σήμαινε το «Σσσσ»- άρπαζα ένα μαξιλάρι και του το 'φερνα του παπά στο κεφάλι. Ο παπάς σάστιζε και μάζευε το καπέλο του από κάτω - τον άφηνα ασκεπή τον άνθρωπο με τις μαλακίες μου. Λυνόμασταν στα γέλια. Ο πατέρας μου και ο παππούς που παρακολουθούσαν την σκηνή γελούσαν σχεδόν μέχρι δακρύων - ο κακομοίρης ο παπα-Γιάννης δεν γελούσε και τόσο. Η γιαγιά, -που συνήθως ήταν κι εκείνη αυτόπτης μάρτυρας της μαξιλαροεπίθεσης στον παπά-, μας καταριόταν. Ο παπάς βλέπετε ήταν -μετά τον παππού- η καλύτερη συντροφιά της. Το τι ξυλιές έχω φάει γι' αυτόν απ' τη γιαγιά δεν περιγράφεται. Χαλάλι. Είναι μεγάλη μορφή ο παπα-Γιάννης. 

Όταν χάσαμε τον παππού νομίζω ήμουν γύρω στα 10. Ήταν από τις πιο λυπητερές μέρες της ζωής μου. Παρότι μικρό παιδί, έκλαψα σαν άντρας. Δεν ξέρω αν το έχω πει σε κανέναν αλλά, αμέσως μετά την κηδεία, έτρεξα στο σακάκι του και έχωσα και τα δυο μου χέρια στην αριστερή τσέπη. Η σοκοφρέτα έλειπε - όπως και το τρανταχτό γέλιο του παππού.

Τη γιαγιά τη χάσαμε πολύ αργότερα - όταν ήμουν πια φοιτητής στη Θεσσαλονίκη. Χτύπησε το τηλέφωνό μου στις 6 τα χαράματα - ήξερα πριν το σηκώσω πως πρόκειται για τη γιαγιά. Σηκώθηκα από το κρεβάτι με τσαλακωμένο πρόσωπο και τσαλακωμένη καρδιά. Δεν θα ξεχάσω ποτέ πόσο δεμένο ένιωθα το στομάχι μου εκείνες τις ώρες. Κόμπος. 

Όταν φτάσαμε στο χωριό με την αδερφή μου για την κηδεία της γιαγιάς, ήταν όλοι εκεί. Δεν έχω ξαναδεί τον πατέρα μου να κλαίει έτσι - έκλαιγε γοερά. Έχω την εντύπωση πως τίποτα στον κόσμο δεν μπορεί να σε σπάσει χειρότερα από το κλάμα του πατέρα σου. Την κηδεία την ανέλαβε φυσικά ο παπα-Γιάννης. Ο άνθρωπος ήταν τσακισμένος - η γιαγιά ήταν η καλύτερή του φίλη. Μετά την κηδεία γύρισα στο σπίτι να κάνω ένα τσιγάρο. Ήθελα να μείνω για λίγο μόνος. Κάπνιζα κι έφερνα άσκοπες βόλτες στο σαλόνι. Έσβησα το τσιγάρο στο πάτωμα και πήγα και στήθηκα μπροστά από τους καθρέφτες. «Σώνει γυάλισμα». 

Στην πιο γενναία γυναίκα που έχω γνωρίσει - την αδερφή μου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου