Σάββατο 29 Μαρτίου 2014

Καινούρια ζάλη

Παρόλο που η ερμηνεία του Γιάννη Στάνκογλου ήταν εξαιρετική, παρόλο που λατρεύω οτιδήποτε έχει να κάνει με τον Αρθούρο Ρεμπώ και παρόλο που ο μονόλογος του Μίκαελ Αζάρ ήταν καθηλωτικός, αυτό που μου έμεινε περισσότερο από την παράσταση «Είμαι ένας άλλος» -που παρακολούθησα την περασμένη Πέμπτη μαζί με δυο καλές φίλες- είναι αυτό το τραγούδι από τις Τρύπες. Αν και είναι ένα τραγούδι που το έχω λιώσει στην κυριολεξία, ένα τραγούδι που το έχω χιλιοακούσει, ένα τραγούδι που το ξέρω απέξω κι ανακατωτά -και ένα τραγούδι από αυτά που μου κάνουν την καρδιά συντρίμμια και γουστάρω-, όταν έπαιξε στην παράσταση, ήταν λες και το άκουγα πρώτη φορά. Μαγικό συναίσθημα, που μάλλον οφείλεται στο γεγονός πως -πηγαίνοντας να δω μια θεατρική παράσταση με θέμα τη ζωή και τη φιλοσοφία του Ρεμπώ- το τελευταίο πράγμα που περίμενα ήταν να ακούσω Τρύπες. Ήταν εντελώς αναπάντεχο, γι' αυτό και όταν από τα ηχεία του θεάτρου ξεκίνησε να παίζει η εισαγωγή του τραγουδιού κόντεψα να παραλύσω. «Τρύπες», ψέλλισα - είχα ανατριχιάσει ολόκληρος. Τέλος πάντων, δεν ξέρω τίνος ιδέα ήταν να ακουστεί το «Καινούρια ζάλη» σε μια παράσταση για τον Ρεμπώ, πάντως το αποτέλεσμα ήταν υπέροχο. Πιστεύω πως χωρίς αυτό το τραγούδι το έργο θα ήταν φτωχότερο· δεν υποτιμώ καθόλου την αξία της παράστασης με αυτό το σχόλιο - απλώς γνώμη μου είναι πως το συγκεκριμένο τραγούδι την απογείωσε. Ο συγκερασμός των στίχων του Γιάννη Αγγελάκα με το εκπληκτικό κείμενο του Μίκαελ Αζάρ με άφησε άφωνο - εντούτοις σιγοτραγουδούσα τους στίχους μια χαρά. Σηκώνω την αριστερή μου γροθιά στον Αρθούρο Ρεμπώ. Σηκώνω το ποτήρι μου στον Γιάννη Αγγελάκα και στις Τρύπες. 

(Και τώρα πατάμε Play.)

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014

Μόνο οι άνθρωποι

Είναι πολύ όμορφο να διαπιστώνεις πως -μέσα σε αυτή την άγρια και βρώμικη εποχή- υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που νοιάζονται για τους ανθρώπους. 

Επίσης, είναι πολύ όμορφο να βρίσκεσαι ανάμεσα σε ανθρώπους που αγωνίζονται. Κι εγώ μια από αυτές τις μέρες είχα την τύχη να βρεθώ ανάμεσα σε πολλούς αγωνιστές. Και ξανάνιωσα. 

Είναι όμορφοι οι άνθρωποι που αγωνίζονται - λάμπουν ολόκληροι. Τους άλλους δεν τους μπορώ. Νιώθω πως με τραβάνε προς τα κάτω. 

Αυτές τις μέρες συνειδητοποίησα πως υπάρχει κάτι πολύ πιο σημαντικό από το ευρώ, τη δραχμή, τις αγορές, τις διαδηλώσεις, την Αριστερά, τη Δεξιά και όλα αυτά: είναι οι άνθρωποι που επιστρέφουν στη ζωή. 

Οι άνθρωποι που πέρασαν «από το σκοτάδι στο φως», όπως είπε και ένας ωραίος κύριος. 

Δυστυχώς δεν μπορώ να επεκταθώ στο θέμα - σε κάποιους δεν θα άρεσε κάτι τέτοιο. Το μόνο που μπορώ να πω είναι πως γνώρισα μερικούς γενναίους ανθρώπους που με γέμισαν κουράγιο και με έκαναν να αισθανθώ πιο πλούσιος. 

Τελικά, το μόνο που έχει αξία σε αυτή τη ζωή είναι οι άνθρωποι. Γι' αυτό να τους προσέχετε τους ανθρώπους σας. Να νοιάζεστε, να ρωτάτε. Και να τους γιορτάζετε κάθε μέρα. (Αυτά τα γράφω κυρίως για να τα διαβάσω εγώ).

Μάλλον έχω γράψει τα απίστευτα κλισέ, οπότε κλείνω με αυτό το υπέροχο τραγούδι του Μανώλη Ρασούλη και του Μάνου Λοΐζου. Το αφιερώνω σε αυτούς τους αγωνιστές της ζωής -ένας από αυτούς μου το θύμισε άλλωστε-, που είναι οι μόνοι που μπορούν να εξανθρωπίσουν κάπως την κοινωνία μας - η κοινωνία πρέπει να επανενταχτεί σε εσάς, και όχι το αντίθετο. Είστε όλοι πολύ ωραίοι μάγκες :-))


Τρίτη 11 Μαρτίου 2014

Κρατάς μυστικό;


Αυτό το πολύ όμορφο τραγούδι σε έφερε σήμερα στη σκέψη μου. Ήσουν πάλι 17 χρονών και ερχόσουν να μου χτυπήσεις το κουδούνι στις 2 τη νύχτα, γνωρίζοντας πως δεν είσαι ευπρόσδεκτη. Πουθενά δεν κώλωνες. «Είσαι μουρλή» έγραφε το μήνυμα που σου έστειλα εκείνο το βράδυ. «Πες μου κάτι που δεν ξέρω» απάντησες - θυμάσαι;

Μου κράτησες μούτρα για δυο μέρες - δεν άντεξες παραπάνω. Δεν στο είπα ποτέ, αλλά εκείνες οι δυο μέρες πέρασαν βασανιστικά αργά.

Χαμός έγινε στο σπίτι εκείνο το βράδυ για χάρη σου. Είχα θυμώσει τόσο πολύ που σου φέρθηκαν έτσι, που αν μπορούσα θα έσπαγα μέχρι και τους τοίχους. 

Θυμήθηκα κι εκείνες τις πολύ όμορφες μέρες που μπέρδευες τα δάχτυλά σου στα δικά μου. Δεν ξεκολλούσα από το σπίτι σου - είχα ξεχάσει το δρόμο για το δικό μου. Πρώτη φορά μου συνέβαινε κάτι τέτοιο. Κόμπος το στομάχι. 

Σε ζήλευαν οι φίλες σου. Ειδικά όταν φορούσες εκείνο το μαύρο φόρεμα με τις κόκκινες βούλες. Πόσο όμορφη ήσουν - έσκαγαν όλες απ' το κακό τους. Σε κοιτούσα και καμάρωνα. 

Γλεντούσες σαν άντρας και αγαπούσες σαν γυναίκα - και δεν είχες κλείσει καλά-καλά τα 18. Στην έλεγα συχνά αυτή την ατάκα κι εσύ χαμογελούσες. Ποτέ δεν σου είπα πως την είχα ξεπατικώσει από ένα βιβλίο - σου έλεγα πως ήταν δικιά μου γιατί ήθελα να με θαυμάζεις. 

Και τότε που μαλώναμε για το ποιος θα φορέσει την πράσινη βερμούδα θυμήθηκα. Είχαμε κάνει το δωμάτιο λίμπα - ήταν λες και είχε πέσει βόμβα. Μπήκε μέσα η μάνα σου -χωρίς να την ακούσουμε- και με βρήκε να φοράω ένα σουτιέν σου πάνω απ' τη μπλούζα μου. Κοίταξε ένα γύρο το δωμάτιο -γινόταν της πουτάνας-, σταυροκοπήθηκε τρεις φορές και έφυγε. Μόλις έκλεισε η πόρτα κόντεψε να σπάσει το στομάχι μου απ' τα γέλια - εσύ είχες πέσει στο πάτωμα και γελούσες σαν υστερική.

Και μετά έφτασε εκείνη η νύχτα που με φίλησες. Ήταν τόσο αναπάντεχο που άρχισα να τρέμω - το ένιωθες. Κάρφωσες τα μάτια σου στα δικά μου και είπες «κρατάς μυστικό;». «Ναι», τραύλισα εγώ και με ξαναφίλησες. Ούτε κι εγώ ξέρω πόσο καιρό το περίμενα. Δεν στο είπα ποτέ όμως. Δεν ήθελα να το μάθεις - φοβόμουν. Κοιμηθήκαμε αγκαλιά. Τα δάχτυλά σου μέσα στα δικά μου. Η ανάσα μου στο λαιμό σου. 

Το επόμενο πρωί ήξερα. Κι εσύ ήξερες. Μέχρι το μεσημέρι δεν αλλάξαμε κουβέντα. Όταν κάτσαμε στο τραπέζι να φάμε, δεν μπορούσα καν να σε κοιτάξω. Ούτε κι εσύ μπορούσες. Το φαγητό μου ούτε που το άγγιξα - δεν κατέβαινε μπουκιά. Ποτέ δεν κάνει λάθος το στομάχι - εσύ μου το 'μαθες αυτό, θυμάσαι;


Την ημέρα που έφευγες δεν εμφανίστηκα. Το ξερες πως δεν θα εμφανιστώ. Τα παιδιά αργότερα μου είπαν πως εκείνη τη μέρα ήσουν πιο όμορφη από ποτέ - δεν είχα καμία αμφιβολία. Δεν στο είπα ποτέ, αλλά λίγες ώρες αφότου έφυγες, έσπασα στην αγκαλιά του Γ. Δεν με είχε ξαναδεί έτσι - ο κακομοίρης δεν ήξερε πώς να με ηρεμήσει. Για να πω την αλήθεια, ούτε κι εγώ με είχα ξαναδεί έτσι. Πνιγόμουν. Θα ακουστεί χαζό, αλλά για μια στιγμή πίστεψα πως τα δάκρυά μου θα σε πνίξουν και θα γυρίσεις πίσω. Δεν γύρισες ποτέ.

Κι εκείνη τη νύχτα που σου έγραψα θυμήθηκα. Σου είχα υποσχεθεί πως θα σου γράψω και -μόλις βρήκα τη δύναμη- το έκανα. Ήταν δύσκολο, αλλά τα κατάφερα. Σε αντίθεση με σένα, μου άρεσε πάντα να κρατάω τις υποσχέσεις μου. Έγραφα μέχρι τις 5 το πρωί - είχε γεμίσει το τασάκι με γόπες και το χαρτί με λέξεις. Όταν τελείωσα έκλεισα το γράμμα στο φάκελο, κόλλησα ένα όμορφο γραμματόσημο και με το που ξημέρωσε πήγα και το ταχυδρόμησα. Ωραία πράγματα, παραδοσιακά. Μέχρι τότε δεν είχα ξαναστείλει ποτέ γράμμα - μου άρεσε. 

Γράφοντας αυτές τις αράδες χαμογελάω - χαμογελάω όπως χαμογελούσα τότε που σου έγραφα εκείνο το γράμμα: πικρά. 

Είναι το συμφέρον που χωρίζει τους ανθρώπους - στο έγραψα τότε, στο γράφω και τώρα. Κι εμάς αυτό μας χώρισε: το συμφέρον. Το δικό σου συμφέρον, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς.  

Και ήταν αυτός ο λόγος που δεν σε επισκέφτηκα στις μέρες της θλίψης σου - το θυμάμαι τώρα και απορώ πώς τα κατάφερα. «Μαύρο φόρεμα σκέτο - χωρίς κόκκινες βούλες» - έτσι έγραφε το μήνυμα που μου έστειλες τότε. Να σαι σίγουρη, πάντως, κι εγώ στα μαύρα είχα ντυθεί - μέσα μου. 

Η Β. μου είπε πρόσφατα πως ήθελες να έρθεις να με δεις το καλοκαίρι που κινδύνευσα. Δεν το είπα ποτέ σε κανέναν, αλλά εκείνο το καλοκαίρι έλιωσα να σε περιμένω - ήταν η ανάγκη μου να διώξω τον φόβο, βλέπεις. Τώρα καταλαβαίνω το λόγο που δεν ήρθες: πίστευες πως δεν ήσουν ευπρόσδεκτη, όπως εκείνο το βράδυ στα 17. Πόσο λάθος έκανες - είχα καταφέρει να σπάσω μέχρι και τους τοίχους.



«Drink up one more time and i'll make you mine
Keep you apart, deep in my heart
Separate from the rest, where i like you the best»

Σάββατο 8 Μαρτίου 2014

Ξύλο και χρεοκοπία

Αμέτρητα είναι πια τα ελληνικά ζευγάρια που εξαιτίας της οικονομικής ανέχειας σκοτώνονται, με αποτέλεσμα να αυξάνονται συνεχώς τα κρούσματα ενδοοικογενειακής βίας και να αμαυρώνεται ο ιερός θεσμός της οικογένειας. Πριν από την χρεοκοπία της χώρας τα πράγματα δεν ήταν έτσι, αφού μεσουρανούσε το ΠΑΣΟΚ και όλα τα νοικοκυριά ήταν ευχαριστημένα με τα τραπεζικά δάνεια και τις πιστωτικές κάρτες, οπότε ο άντρας και η γυναίκα ζούσαν το παραμύθι τους και ήταν μες στα μέλια, νομίζοντας πως είναι ο Ωνάσης και η Ζακλίν Μπουβιέ αντίστοιχα, ενώ στην πραγματικότητα ήταν δυο κορόιδα που τσαλαβουτούσαν μέσα στον βούρκο της ψευτοευημερίας που αναπόφευκτα
κάποια στιγμή θα τους οδηγούσε στην λάσπη της χρεοκοπίας (ποιητής έπρεπε να γίνω, ρε πούστη). 

Μετά την οικονομική κρίση -που απ' ό,τι φαίνεται θα διαρκέσει εις το διηνεκές, άρα δεν είναι κρίση-, στα περισσότερα ελληνικά νοικοκυριά επικρατεί μια κόλαση και τα περισσότερα ζευγάρια βρίζονται όλη μέρα, ενώ πολλές φορές χάνεται ο έλεγχος και ο άντρας αρχίζει τη γυναίκα στα χαστούκια, με αποτέλεσμα εκείνη να συνειδητοποιεί ότι δεν παντρεύτηκε τον Ωνάση αλλά έναν μαλάκα φτωχομπινέ που μπροστά στα αφεντικά και την εξουσία είναι σκέτη κότα, αλλά σε κείνη το παίζει άντρας πολλά βαρύς και δεν σηκώνει και πολλά, να πούμε.

Εν τω μεταξύ, τους ήρθε πολύ ξαφνικό τους Έλληνες το γεγονός ότι από εκεί που τα είχαν όλα και κυκλοφορούσαν με 5 αμαξάρες ο καθένας και συντηρούσαν 10 ακίνητα τώρα δεν έχουν ούτε βρακί να αλλάξουν - άρα, μιας και δεν ξέρουν τι άλλο να κάνουν, ξεσπάνε στις γυναίκες τους και τις πλακώνουν στα μπουκέτα από το πρωί ως το βράδυ, αφού είναι εντελώς χέστηδες και μπορούν να τα βάλουν μόνο με τους αδύναμους.

Πάντως, πολλοί Έλληνες σύζυγοι ήταν ανέκαθεν γουρούνια και την έβρισκαν με το να χτυπάνε τις γυναίκες τους αλλά τώρα με τα Μνημόνια η κατάσταση έχει ξεφύγει εντελώς, αφού οι ίδιοι χρησιμοποιούν τα Μνημόνια -και την φτώχεια που τους δέρνει- ως άλλοθι για να σαπίζουν τις γυναίκες τους ακόμα περισσότερο στο ξύλο. 

Βέβαια, και οι γυναίκες δεν στέκουν και πολύ στα καλά τους γιατί πριν την χρεοκοπία που τις τρώγανε από έναν εύρωστο οικονομικά σύζυγο έκαναν τουμπεκί για να μην χάσουν τις εκδρομούλες, τα ψώνια και τα ξενύχτια στον Μαζωνάκη, οπότε τώρα που κατάντησαν να τις δέρνει ένας μαλάκας φτωχομπινές χρυσαυγίτης καλά να πάθουν. 

Τώρα, βέβαια, της κακοφαίνεται της Τασίας που κάθεται και τις τρώει από έναν κακομοίρη φτωχοδιάβολο, αλλά, αν ήταν έξυπνη ας αντιδρούσε από πριν και ας μην ανεχόταν να την πλακώνει στις μπουνιές ο Θανάσης μόνο και μόνο επειδή είχε λεφτά και την πήγαινε στο Πήλιο για κόκορα κρασάτο.

Περαστικά είπα;

Περαστικά.  

Τετάρτη 5 Μαρτίου 2014

Λύσσα με τον Κουφοντίνα

Χαμός γίνεται με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του Δημήτρη Κουφοντίνα «Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη» από τις εκδόσεις Λιβάνη. Γνωστοί άνθρωποι του πνεύματος, όπως ο Πέτρος Τατσόπουλος και ο Θανάσης Χειμωνάς (εδώ γελάμε), έβαλαν στο στόχαστρο τις εκδόσεις Λιβάνη -και τις κατηγορούν για φιλαργυρία- γιατί «είναι ντροπή και αίσχος να εκδίδεται η αυτοβιογραφία ενός δολοφόνου». 

Παρακολουθώ από χθες τις διαδικτυακές σελίδες αυτών των ανθρώπων και περνάω πολύ ωραία. Οπωσδήποτε, έχει πολλή πλάκα να κατακεραυνώνουν τις εκδόσεις Λιβάνη -και να τις κατηγορούν για φιλαργυρία- άνθρωποι όπως ο Πέτρος Τατσόπουλος και ο Θανάσης Χειμωνάς, που θα πούλαγαν και το τομάρι τους προκειμένου να βγάλουν μερικά χιλιάρικα ευρώ. 

Βέβαια, ο κύριος λόγος που αυτοί οι άνθρωποι έχουν λυσσάξει με την έκδοση του βιβλίου του Κουφοντίνα είναι πως το βιβλίο του Κουφοντίνα θα το αγοράσει πολύς κόσμος, ενώ τα δικά τους -που δεν διαβάζονται με τίποτα- θα παραμείνουν σνομπαρισμένα και σκονισμένα στα πίσω ράφια των βιβλιοπωλείων. 

Πάντως, πρέπει να είναι πολύ όμορφο -παράλληλα με την έκδοση του βιβλίου σου- να σου την πέφτουν ένα μάτσο ατάλαντοι ξεπουλημένοι που χαριεντίζονται όλα αυτά τα χρόνια με τους Ευαγγελάτους και τους Πρετεντέρηδες και τα τσεπώνουν από Έλληνες πολιτικούς και ολιγάρχες.

Πολύ σε ζηλεύω Δημήτρη Κουφοντίνα. 

Σάββατο 1 Μαρτίου 2014

Συμβουλές για την αποφυγή -ή την καταπράυνση- του χανγκόβερ


Ο Ντόνι είναι 17 χρόνια αλκοολικός και ξέρει καλά πώς να αποφεύγει -ή, έστω, να καταπραΰνει- το χανγκόβερ 





Μέρες που είναι, οι περισσότεροι θα πάρετε σβάρνα τα μπαρ και τις ταβέρνες για να πιείτε και να ξεφαντώσετε μέχρι τελικής πτώσεως. Αυτό όμως έχει και το τίμημά του: το χανγκόβερ

Κατά την ταπεινή μου γνώμη, ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να αποφύγετε τις οδυνηρές επιπτώσεις του χανγκόβερ -που, αν μένετε με τους γονείς σας, είναι ακόμα πιο οδυνηρές γιατί θα πρέπει να ανεχτείτε και την γκρίνια τους- είναι να κλειδωθείτε στο σπίτι και να μην πάτε πουθενά. Βέβαια, ελλοχεύει ο κίνδυνος να σας περάσουν για εντελώς ξενέρωτο που κλειστήκατε μέσα αποκριάτικα, αλλά, όταν όλη η παρέα σας θα υποφέρει από το χανγκόβερ κι εσείς θα αισθάνεστε ακμαίος και ντούρος, θα είστε ο πιο μάγκας. Επίσης, μένοντας μέσα αυτές τις μέρες, αποφεύγετε το «Κετελαπόνγκο» και όλα αυτά τα αποκριάτικα άσματα που προκαλούν καντήφλα και ευκοίλια

Αν αγνοήσετε την άνωθεν συμβουλή και αποφασίσετε να βγείτε έξω και να βουτήξετε στην ακολασία -ώστε να μην σας πούνε μουντρούχο και μανιαμούνια-, προσέξτε τις μπόμπες. Τα νοθευμένα ποτά δηλαδή. Αν κατεβάσετε καμιά δεκαριά μπόμπες, την επομένη που θα ξυπνήσετε -αν ξυπνήσετε- θα ζήσετε μια κόλαση. Καταρχήν, ο πονοκέφαλος θα είναι τόσο δυσβάσταχτος, που θα περάσει πολλές φορές από το μυαλό σας η αυτοκτονία. Πάντως, αν αποφασίσετε να φουντάρετε από καμιά ταράτσα, μην το κάνετε προτού πάτε και σφάξετε τον μπάρμαν - σκεφτείτε πως, αν ξεπαστρέψετε τον μπάρμαν προτού τα τινάξετε, θα γλιτώσει πολύς κόσμος από τις μπόμπες και η ανθρωπότητα θα σας ευγνωμονεί. Αν είστε καμιά κότα και δεν μπορείτε να βρείτε το θάρρος να αυτοκτονήσετε, το μόνο που μπορείτε να κάνετε είναι να μείνετε στο κρεβάτι, περιμένοντας να περάσει η ρημάδα η μέρα για να ξυπνήσετε σαν άνθρωπος. Κο-κο-κο!

Ο πιο διαδεδομένος τρόπος για να αποφύγετε το χανγκόβερ είναι να είστε μόνιμα μεθυσμένος. Φυσικά, αυτό θα έχει σαν αποτέλεσμα να σας λένε μπεκρούλιακα και αλκοολικό, αλλά σκεφτείτε τα παραδείγματα του Μπουκόφσκι, του Χέμινγουεϊ και του Φιτζέραλντ που -παρόλο που ήταν μπεκροκανάτες- έγιναν διάσημοι· αυτοί βέβαια έγιναν διάσημοι επειδή έγραψαν και μερικά ωραία βιβλία αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία - σε κάθε περίπτωση πάντως, εσείς θα καμαρώνετε ότι έχετε ένα κοινό με αυτά τα ιερά τέρατα της λογοτεχνίας και της μπέκρας. 

Τώρα, η πιο συνηθισμένη λύση -εφόσον πιείτε τα κέρατά σας- για την καταπράυνση του χανγκόβερ είναι τα Ντεπόν. Βέβαια, τα Ντεπόν θα ήταν φρόνιμο να τα χρησιμοποιήσετε πριν κοιμηθείτε -και ενώ θα είστε λιάρδα-, γιατί όταν ξυπνήσετε θα είναι πολύ αργά· όσα και να κουμπώσετε το πρωί ο πονοκέφαλος δεν θα φεύγει με τίποτα. Αφού επιστρέψετε στο σπίτι και ξεκοιλιαστείτε στη μάσα -είναι γνωστό πως το μεθύσι ανοίγει την όρεξη-, κάντε μια προσπάθεια να καταπολεμήσετε την ντίρλα σας, ώστε να φτάσετε στο συρτάρι με τα Ντεπόν... σώος. Αν τα καταφέρετε και δεν λιποθυμήσετε στο πάτωμα, ανοίξτε το κουτί, πάρτε κάνα δυο χάπια και ξαπλώστε. Προσοχή: μην το παρακάνετε και κατεβάσετε ολόκληρο το κουτί, γιατί το πρωί θα σας τρέχουν στο νοσοκομείο για πλύση στομάχου. 

Καλή τύχη.