Παρασκευή 4 Απριλίου 2014

Πλένει τα χέρια του ο Σταύρος Θεοδωράκης;

Χθες το βράδυ πήρα τη φίλη μου τη Δ. και ξεκινήσαμε για την ομιλία του Σταύρου Θεοδωράκη. «Να σου πω», μου κάνει κάποια στιγμή στο δρόμο η Δ., «βαριέμαι τώρα να τρέχω στον Θεοδωράκη. Δεν πάμε για τίποτα ξίδια;». 

Δέκα λεπτά μετά καθόμασταν ήδη στα Κανάρια στο Φρούριο, απέναντι από το καφέ που μιλούσε ο Σταύρος Θεοδωράκης, πίνοντας ρακές και μπύρες και ακούγοντας ρεμπέτικα.

Κοιτούσα το φεγγάρι που κρεμόταν πάνω από το Φρούριο σαν μια λεπτή φέτα λεμόνι και σκεφτόμουν πόσο κόσμο να είχε μαζέψει άραγε ο Σταύρος. Είμαι αθεράπευτα ρομαντικός, το ξέρω. 

«Μήπως να πάμε τελικά;», με ρωτάει κάποια στιγμή η Δ. - έβλεπε ότι κοιτούσα συνέχεια προς το καφέ που μιλούσε ο Σταύρος. «Όχι μωρέ, σάμπως θα ακούσουμε και τίποτα ενδιαφέρον;». «Μπορεί να ακούσουμε Calexico» ειρωνεύτηκε, κατεβάζοντας τη ρακή της. 

Λίγο μετά άρχισε να κατεβαίνει κόσμος από απέναντι. Μόλις καθάρισε το τοπίο πρόσεξα έναν κύριο στα 500 μέτρα που την είχε βγάλει έξω και κατουρούσε - ευτυχώς έβλεπα μόνο την πλάτη του. «Κοίτα», είπα στη Δ. δείχνοντας με το κεφάλι μου τον τύπο που έκανε το ψιλό του σε κοινή θέα, «κατουράει ποτάμι». Ο τύπος ξαλάφρωσε, κούμπωσε το παντελόνι του, έκανε μεταβολή και άρχισε να κατηφορίζει την πλατεία. «Ρε συ, γνωστή φάτσα φαίνεται αυτός!» μου κάνει η Δ. Σκέφτηκα ότι στο Φρούριο έρχεται και κατουράει η μισή Λάρισα, οπότε όλο και κάποιος γνωστός θα ήταν. Τον κοίταξα προσεκτικά καθώς πλησίαζε. Κοίταξα τη Δ. Ξανακοίταξα τον τύπο. Κοίταξα πάλι τη Δ. «Ο Σταύρος!!!» φωνάξαμε κι οι δύο ταυτόχρονα. «Μαλάκα, ο Σταύρος!!! Ο Σταύρος κατουράει στο Φρούριο!!!». Δεν μπορούσαμε να το πιστέψουμε - είχαμε πάθει ντουβρουτζά. Ο Σταύρος Θεοδωράκης, ο υποψήφιος σωτήρας του έθνους, ο άνθρωπος που καταδιώκεται λυσσαλέα από το σύστημα και τους Έλληνες ολιγάρχες, κατουρούσε απέναντί μας - παραλίγο να κατουρηθούμε κι εμείς από τη συγκίνηση. 

Σαν να μην έφτανε αυτό, ο Σταύρος Θεοδωράκης μπήκε μέσα στα Κανάρια. Εκείνη τη στιγμή από τα ηχεία ακουγόταν το «Εγώ με τις ιδέες μου» του Νικόλα Άσιμου. 

«Εγώ με τις ιδέες μου κι εσείς με τα λεφτά σας, 
νομίζω πως τα θέλετε μονά-ζυγά δικά σας...»

Πολύ του ταιριάζει αυτό το κομμάτι του Σταύρου, σκέφτηκα, λες και γράφτηκε γι' αυτόν ένα πράμα. «Τι θα κάνουμε, θα του μιλήσουμε;», με ρωτάει η Δ. όλο άγχος. «Κάτσε, μπορεί να έρθει να μας μιλήσει αυτός». Και όντως. Αφού συνομίλησε με ορισμένους θαμώνες του μαγαζιού, ήρθε στο τραπέζι μας. Στάθηκε από πάνω. 

«Ρακή;», ρώτησε τη Δ.
«Ρακή».
«Μπύρα;», ρώτησε εμένα.
«Μπύρα».
«Αλκοολικοί;», ρώτησε και τους δυο.
«Κάργα».
«Πόσα χρόνια;».
«7».
«Μπέκρα ε;».
«Μπέκρα».
«Γεια».
«Γεια».

Δεν υπήρχε αμφιβολία: ήμασταν στους «Πρωταγωνιστές» - μόνο που δεν υπήρχαν κάμερες. «Πολύ κοντός δεν είναι για να σώσει την πατρίδα;», είπε η Δ. μετά - μεγάλη φαρμακόγλωσσα αυτήν η Δ. «Κι ο Σημίτης κοντός ήταν αλλά είδες τι θαύματα έκανε» την αποστόμωσα. 

Αποτελειώσαμε -πάντα συγκινημένοι- τις ρακές και τις μπύρες, πληρώσαμε την σερβιτόρα και κατηφορίσαμε για το κέντρο. Πήγαμε σε ένα μπαρ που έπαιζε μουσική ένας φίλος της Δ. και πλακωθήκαμε κι εκεί στα ποτά. Όταν ο φίλος της Δ. έπαιξε το «Alone again or» των Calexico -που είναι κομματάρα-, η Δ. έσκυψε στο αυτί μου και είπε: 

«Ρε συ, μια απορία έχω. Ο Σταύρος τα έπλυνε τα χέρια του μετά το κατούρημα;».


Στη Δ. που είναι πολύ γλυκιά - άντε, έμαθες και τι σημαίνει... «χούσπα»