Τρίτη 7 Μαΐου 2013

Η πιο αξέχαστη Κυριακή του Πάσχα

Ο Ντόνι πέρασε φανταστικά την Κυριακή του Πάσχα και μέσα σε κλίμα συγκίνησης και νοσταλγίας αφηγείται -πάντα με τρόπο γλαφυρό- τα γεγονότα που τον σημάδεψαν. 

Πολύ ωραία τα περάσαμε την Κυριακή του Πάσχα. Οικογενειακά. Όπως συνηθίζεται, άλλωστε. Οι συγγενείς έδωσαν για ακόμη μια χρονιά βροντερό παρών -αφού οι γκαρίλες τους λίγο έλειψε να αναστήσουν το αρνί- και όλοι μαζί γιορτάσαμε την κορύφωση του Θείου Δράματος εξολοθρεύοντας αρνιά, κατσίκια, κοκορέτσια και μαγειρίτσες - κτηνωδία με τα όλα της. Ωστόσο, το <<όλοι μαζί>> που έγραψα είναι λιγάκι σχετικό, γιατί, εγώ δεν έφαγα τίποτα από τα παραπάνω -και κατέβαλα οποιαδήποτε προσπάθεια ώστε να μην τα μυρίσω κιόλας, αλλά, μάταια, διότι, και 15 χιλιόμετρα να απέχεις απ' τη σούβλα, όλο και κάποιος συγγενής θα έρθει να σε σταυροφιλήσει έχοντας τη μπόχα της αρνίλας κολλημένη στα μάγουλα- και την έβγαλα μόνο με σαλάτες και αυγά (κι ας επέμενε η μαμά να φάω λίγο κρεατάκι). Πολλά αυγά, τώρα που το σκέφτομαι. Τόσα αυγά που φοβόμουν μην και μου φυτρώσει κάνα λειρί. Τέλος πάντων, αυτά τα οικογενειακά τραπεζώματα, μολονότι τα αντιπαθώ σφόδρα, έχουν την πλάκα τους. Τα χαρακτηρίζει ένας αέναος σουρεαλισμός. Είναι απολαυστικό να βρίσκεσαι στο ίδιο τραπέζι με τη θεία τη Νίτσα, τη θεία τη Ρίτσα -πιθανότατα κλαδεμένη μαγειρίτσα-, τη θεία τη Πίτσα και ακόμα 20 θειάδες που τραγουδάνε φάλτσα, μιλάνε φάλτσα, σκέφτονται φάλτσα και γενικά είναι από μόνες τους ένα φάλτσο, μια παραφωνία. Εγώ καθόμουν και τις παρατηρούσα σιωπηλός να επιδίδονται σε ένα ακατάσχετο σαβούρωμα, τσουγκρίζοντας κάθε τόσο τα λαδωμένα ποτήρια τους και ανταλλάζοντας ευχές και σκεφτόμουν πως, τη βγάζουν δεν τη βγάζουν τη μέρα με τόσο μεγάλη συλλογή τριγλυκεριδίων. 

Κάποια στιγμή, δεν θυμάμαι πως, βρέθηκα να κάθομαι δίπλα στη θεία Πίτσα. Η θεία Πίτσα ήταν πολύ στεναχωρημένη γιατί σκεφτόταν τον -εδώ και 15 χρόνια- μακαρίτη άντρα της και το 'χε ρίξει στο τραγούδι και το κρασί - βασικά, στουπί είχε γίνει. Τραγουδούσε λοιπόν η θεία Πίτσα κι εκεί που απογειώθηκε το ντέρτι της μου ζήτησε να την συνοδεύσω στην ερμηνεία της. Την συνόδευσα για να μην την στεναχωρήσω και πάει και αυτοκτονήσει - έκανα τις δεύτερες. Ήμουν εκπληκτικός. <<Σπαραξικάρδια εκτέλεση>>, όπως δήλωσε η θεία Πίτσα αργότερα. Ευχαρίστησα τη θεία Πίτσα για τα καλά της λόγια και γέμισα το ποτήρι μου με μπύρα - δεν πίνω ποτέ απ' το μπουκάλι γιατί φωνάζει η μαμά. Έμεινα πάλι να παρατηρώ τον κόσμο. Πολλά άγνωστα πρόσωπα. Τι διάολο; Πότε πλάκωσαν τόσοι νοματαίοι; Δεν φτάνει που από μόνοι μας σχηματίζουμε 10 διμοιρίες, έρχονται και κατσικώνονται κι άλλοι! Εν τω μεταξύ, ήταν ένας τύπος με ροζ πουκάμισο πολύ αντιπαθητικός - αφού να φανταστείτε, έπινε μπύρα απ' το μπουκάλι. Τον παρατηρούσα πως έτρωγε. Έχωνε και τα δυο χέρια στα ψαχνά του αρνιού και μπουκωνόταν κάτι τεράστιες μπουκιές. Ύστερα έτριβε την κοιλιά του και ρευόταν. Τον φοβήθηκε το μάτι μου. Αυτό που με συγκλόνισε ήταν ότι, ενώ τα χέρια του ήταν λιγδιασμένα από τ' αρνιά και τα κοκορέτσια, πέρναγε τα δάχτυλά του στα μαλλιά και τα χάιδευε. Τελείως γκάου! Ούτε και η μαμά τον χώνεψε. Και όλο μιλούσε. Μιλούσε ασταμάτητα. Είχε άποψη για τα πάντα. Ο ξερόλας με το ροζ πουκάμισο και την αρνίλα στο μαλλί - να ποιος ήταν. Αργότερα έμαθα πως ψηφίζει ΔΗΜ.ΑΡ - και εκεί ξεκαθάρισαν τα πάντα. Εν πάση περιπτώσει, κάπου έβγαλα να ανάψω ένα τσιγάρο, αλλά, την ώρα που το έφερνα στα χείλια μου, η μαμά -που τώρα στέκονταν πίσω από το δεξί μου αυτί- μου ψιθύρισε <<ε, ρε διάολε, πριν λίγο κάπνισες!>>, κι έτσι άφησα το τσιγάρο - η μαμά είχε δίκιο. Μην ξέροντας τι άλλο να κάνω, σηκώθηκα για μια βόλτα στον κήπο - είχε τεράστιο κήπο το σπίτι που βρισκόμασταν. Κοίταζα τις σούβλες που είχαν μείνει ορφανές από αρνιά και κατσίκια - είχαν μεταναστεύσει στα στομάχια των παρευρισκομένων από ώρα. Μετά έφερα ένα γύρο το βλέμμα μου αναζητώντας τη θεία Πίτσα, αλλά δεν την είδα πουθενά. Είχε εξαφανιστεί. Ανησύχησα. Σκέφτηκα πως μπορεί να αυτοκτόνησε. Έτρεξα στη μαμά και τη ρώτησα αν ήξερε κάτι. <<Την ξαπλώσαμε στο κρεβάτι. Φέσι έγινε πάλι, η μαλακισμένη>>. Επέπληξα τη μαμά για την αθυροστομία της και εκείνη μου ζήτησε συγνώμη. Αντίο, θεία Πίτσα. Χριστός ανέστη. 

Η ώρα κόντευε εφτά και οι περισσότεροι άγνωστοι είχαν φύγει - εκτός από το ροζ πουκάμισο που είχε ανοίξει σχεδόν όλα του τα κουμπιά και μας μοστράριζε την χοντρή κοιλιά του. Τώρα η μουσική είχε χαμηλώσει και όλοι πίνανε καφέ και συζητούσαν - ή μάλλον, γκάριζαν. Κάπου άκουσα τη θεία Ρίτσα να φωνάζει λυσσασμένα, σε μια προσπάθεια να εκφράσει το ειλικρινές της μίσος για τους Εβραίους. <<Παλιάνθρωποι!>>. <<Βρωμιάρηδες!>>. Η θεία Ρίτσα είναι πολύ καλή Χριστιανή, σκέφτηκα. Και πηγαίνει τακτικά στην Εκκλησία - τη Μεγάλη εβδομάδα ειδικά, δεν αφήνει το στασίδι. Έτσι αποφάσισα να μην την στεναχωρήσω λέγοντάς της πως και ο Χριστός Εβραίος ήταν - αφήστε που άμα στεναχωρούσα τη θεία Ρίτσα, θα με μάλωνε η μαμά. Ο θείος Μίλτος, ο σύζυγος της θείας Ρίτσας, προσπαθούσε να την ηρεμήσει. Όταν η θεία Ρίτσα μιλάει για τους Εβραίους κοκκινίζει ολόκληρη. Εκείνη τη στιγμή, νομίζαμε ότι θα μας έμενε στα χέρια. Ο θείος Μίλτος της έδωσε ένα ποτήρι νερό αλλά αμέσως η θεία Ρίτσα του το επέστρεψε στη μούρη - μάλλον δεν διψούσε. Όταν ηρέμησαν τα πνεύματα και εκτονώθηκε η κατάσταση, φάνηκε και η θεία Πίτσα - πιθανότατα να την ξύπνησαν οι αγριογκαρίδες της θείας Ρίτσας, που καλό θα ήταν στο επόμενο τραπέζι να 'ρθει με φίμωτρο. Η θεία Πίτσα ζήτησε κρασί. (Έχω την υποψία πως αντιμετωπίζει ένα μικρό πρόβλημα με το ποτό. Δεν είμαι απόλυτα σίγουρος, κάποια στιγμή θα ρωτήσω τη μαμά). Ο αδερφός της θείας Πίτσας, θείος Μάχος, της απαγόρευσε να πιει άλλο. Η θεία Πίτσα, φανερά ενοχλημένη από την αυστηρότητα του αδερφού της, έτρεξε στην κουζίνα και κατέβασε μισό κιλό κόκκινο ημίγλυκο από το χαρτόκουτο. Χαμός έγινε. Θείος Μίλτος και θείος Μάχος πάλευαν αμφότεροι να απομακρύνουν τη θεία Πίτσα από το κρασί - η μαμά κοίταζε από μακριά σκεπτική. Εγώ παρακολουθούσα με εμβρίθεια τη σκηνή και σκεφτόμουν πως η θεία Πίτσα είναι ένα πολύ βασανισμένο άτομο και πως όταν μια γυναίκα πίνει κι όταν παραφέρεται μην την επαραξηγείτε πως πονάει δεν ξέρετε. Θεώρησα σωστό να την πλησιάσω και να της ζητήσω να τραγουδήσουμε παρέα για να ξεχαστεί λιγάκι. Αφού πήρα την άδεια από τη μαμά, έπιασα τη θεία Πίτσα απ' τον ώμο και αρχίσαμε να σιγοτραγουδάμε το <<Να 'ταν η θα, να 'ταν η θάλασσα κρασί και τα βουνά και τα βουνά μεζέδες, κι οι βάρκες κρασοπότηρα να πίνουν οι γλεντζέδες>> - διαλέξαμε το συγκεκριμένο για να ξεφύγει λίγο ο νους της από το αλκοόλ. Την φανταστική -σύμφωνα με τη μαμά- ερμηνεία μας ακολούθησε το θερμό χειροκρότημα των υπολοίπων -συμπεριλαμβανομένου του ροζ πουκαμίσου που δεν έλεγε να φύγει ακόμα- κι έτσι τα χαμόγελα επανήλθαν στα πρόσωπα ολονών. Το γλεντοκόπι και ο χορός ξεκίνησαν πάλι και κράτησαν μέχρι αργά τη νύχτα -δυστυχώς χωρίς τη θεία Πίτσα γιατί πήγε και ταβλιάστηκε- με τη μαμά να ρίχνει τη μια ζεμπεκιά πίσω απ' την άλλη κι εμένα να τη συνοδεύω με παλαμάκια. Ήταν η ομορφότερη μέρα της άνοιξης - μια έκπαγλη γιορτή! Πάντα τέτοια!