Τρίτη 6 Αυγούστου 2013

Αύγουστος

Το κτήμα ήταν τεράστιο, αχανές, κι εμείς κάναμε -στην κυριολεξία- ό,τι γουστάραμε. Η παραλία ήταν δυο χωμάτινες κατηφόρες και κάτι πέτρινα σκαλάκια μακριά, και όποτε μας κάπνιζε βουτούσαμε στα πράσινα νερά, φορώντας κάτι αστεία πάνινα παπούτσια που μας προστάτευαν από τις κοτρόνες - δεν μπορούσες με τίποτα να βουτήξεις με γυμνά πόδια γιατί οι πέτρες θα σε ξέσκιζαν. Τα πάνινα παπούτσια -που τα είχαμε προμηθευτεί σχεδόν όλοι- κόστιζαν 5 ευρώ και άντεχαν το πολύ 5 μέρες. Ήμασταν πραγματικά πολύ αστείοι μέσα σε αυτά τα φτηνά παπούτσια - κοιτούσαμε ο ένας τον άλλο και ξεσκιζόμασταν στα γέλια. 

Το κτήμα ανήκε στους θείους μου και μας το παραχώρησαν με μεγάλη χαρά - το μόνο που μας είπαν ήταν να διατηρούμε την τουαλέτα καθαρή. Μείναμε στο κτήμα περίπου 2 εβδομάδες -η τουαλέτα διατηρήθηκε καθαρή καθ' όλη τη διάρκεια των διακοπών- και την περάσαμε φίνα. Λεφτά δεν είχαμε πολλά, όμως νιώθαμε στα αλήθεια πλούσιοι. Καθόμασταν με τις ώρες μέσα στη θάλασσα -με τα πάνινα παπούτσια να έχουν γίνει από ένα σημείο και μετά σμπαράλια- και κρατούσαμε όλοι από ένα ποτό, έτσι, για να μην μείνουμε νηφάλιοι και πάθουμε καμιά ζημιά. 

Δεν θυμάμαι ποια μέρα ήταν όταν ο Κ. μας έδειξε τον βράχο που πάνω του είχαν γράψει με σπρέι <<Χρυσή Αυγή>>. Θυμάμαι πάντως πως γελάσαμε πολύ όταν τον είδαμε. <<Μαλάκα, μέχρι κι εδώ έχει φασίστες. <<Γάμησέ τα>>. Δεν μου έκανε καμία εντύπωση που κανείς δεν ασχολήθηκε περαιτέρω με τον Χρυσαυγίτη βράχο - περνούσαμε τόσο ωραία, που δεν υπήρχε χρόνος για φασίστες και ναζί. Επίσης, ήταν Αύγουστος. Και τον Αύγουστο στην Ελλάδα δεν υπάρχουν φασίστες και ναζί. 

Τα κορίτσια της παρέας ήταν το κάτι άλλο. Βουτούσαν στη θάλασσα με τα στρώματα και δεν κατέβαιναν από αυτά παρά μόνο όταν νύχτωνε. Με τον Μ. και τον Θ. προσπαθούσαμε να τους τα πάρουμε αλλά μάταια. Με το που πλησιάζαμε κοντά τους -με σκοπό να καταλάβουμε τα στρώματα- έβαζαν τις φωνές και μας έδιωχναν. Εδώ που τα λέμε, καλύτερα χωρίς στρώματα, παρά χωρίς κορίτσια. 

Όταν νύχτωνε στο κτήμα δεν έβλεπες την τύφλα σου. Απόλυτο σκοτάδι - τα φαναράκια που είχαμε μαζί δήθεν για να φωτίζουν δεν βοηθούσαν ιδιαίτερα. Έτσι, μαζευόμασταν όλοι στο μέρος από όπου βλέπαμε ουρανό. Το μέρος αυτό βρισκόταν ένα επίπεδο πάνω από τη θάλασσα και ήταν στα αλήθεια υπερπαραγωγή. Ο ουρανός απλωνόταν από πάνω μας γεμάτος αστέρια -δεν υπάρχει καλύτερο φως από αυτό των αστεριών- κι εμείς αραχτοί στις ξαπλώστρες τον θαυμάζαμε με τα σαγόνια μας έτοιμα να πέσουν από την ομορφιά. Κάθε φορά που έπεφτε ένα αστέρι γινόταν ο κακός χαμός - τσιρίζαμε όλοι μαζί <<Μαλάκες, το είδατε;!>>, και μετά ρωτούσαμε ο ένας τον άλλο αν έκανε κάποια ευχή. Φυσικά, κανείς δεν αποκάλυπτε την ευχή του. 

Παράλληλα, ο Α. και η Δ. ετοίμαζαν κάτι αρωματικά τσιγάρα -τα γνωστά μπάφους- τα οποία γύριζαν από χέρι σε χέρι και από στόμα σε στόμα, ντύνοντας το όλο σκηνικό με μπόλικα χαμόγελα και γέλια. Θυμάμαι τον Μ. να προσπαθεί να ανάψει ένα από αυτά, όταν ξαφνικά εμφανίστηκε ένας τεράστιος αρουραίος και πέρασε με απίστευτη ταχύτητα κάτω από την ξαπλώστρα του, για να εξαφανιστεί λίγα δευτερόλεπτα μετά. Τότε πετάχτηκε ο Κ. και είπε <<Να ποιος έβαψε τον βράχο!>> και εκεί πεθάναμε όλοι στα γέλια - εγώ, παρασυρμένος από την ομορφιά της στιγμής και τη ζάλη, έκανα την εξής σκέψη: ίσως η Χρυσή Αυγή να είναι σαν έναν αρουραίο: όσο ξαφνικά και αστραπιαία εμφανίζεται και σε φρικάρει, άλλο τόσο ξαφνικά και αστραπιαία εξαφανίζεται και δεν τον ξαναβλέπεις πια ποτέ. Παρήγορη σκέψη, δεν μπορώ να πω - ίσως και λίγο μαστουρωμένη. Φυσικά, δεν την μοιράστηκα με κανέναν - φοβήθηκα ότι θα με έπαιρναν με τις πέτρες. 

Το πρώτο πράγμα που κάναμε με τον Κ. όταν ξυπνούσαμε δεν ήταν να χασμουρηθούμε ή να χουζουρέψουμε αλλά να γεμίσουμε τα πλαστικά μας ποτήρια με τζιν και χυμό. Το δεύτερο πράγμα που κάναμε ήταν να βουτήξουμε στη θάλασσα - αφήνοντας φυσικά τα ποτήρια μας στην άμμο. Εγώ και ο Κ. ξυπνούσαμε νωρίτερα από τους υπόλοιπους γιατί ήμασταν οι πρώτοι που χτυπούσε ο ήλιος - οι υπόλοιποι κοιμόντουσαν του καλού καιρού μιας και είχαν πιάσει τα πιο σκιερά μέρη του κτήματος. Ωστόσο, μου άρεσε να ξυπνάω χαράματα γιατί εκείνη την ώρα η θάλασσα ήταν φανταστική και καθαρή σαν κρύσταλλο. Αργότερα, κατά τις 11 που ξυπνούσαν οι υπόλοιποι, εγώ και ο Κ. ήμασταν ήδη μεθυσμένοι - δεν είμαι σίγουρος αν έφταιγε το τζιν με το χυμό ή ο Αύγουστος που γινόμασταν τόσο εύκολα κουρούμπελα. Θυμάμαι μια μέρα την Δ. που μας πλησίασε αγουροξυπνημένη και μας είπε <<Καλά, εσείς από τώρα γίνατε φέσια;>>, και τότε εγώ άρχισα να απαγγέλλω ολόκληρο το <<Μεθύστε>> του Μπωντλαίρ - όταν δεν έχω τι να πω, καταφεύγω στους ποιητές. Μόλις μια ώρα μετά, η Δ. ήταν μεθυσμένη - τελείως ντίρλα. Φαίνεται η απαγγελία μου την είχε πείσει. 

Θα μπορούσα να γράφω για ώρες για το πόσο υπέροχες ήταν εκείνες οι μέρες στο κτήμα, αλλά αφενός θα γίνω κουραστικός και αφετέρου θα σας κάνω να ζηλέψετε. Τελικά, όσο άσχημη και να είναι η κατάσταση στη χώρα μας, ο Αύγουστος πάντα θα έρχεται και η ομορφιά του πάντα θα μας σώζει. Το μόνο που χρειαζόμαστε είναι μερικοί καλοί φίλοι, ένα μαγιό και μια παραλία - άντε και ένα ζευγάρι πάνινα παπούτσια για τις πέτρες. 

Δεν χρειάζεται να γράψω σε ποιους αφιερώνεται - ξέρουν αυτοί