Τετάρτη 26 Ιουνίου 2013

Άνεργοι, απολυμένοι και μια μικρή ιστορία για τον Τάδε

Μιας και -λόγω προβλημάτων υγείας- δεν μπορώ ακόμα να πάρω σβάρνα τις παραλίες και να επιστρέψω λίγο πριν τα Χριστούγεννα, μένω εγκλωβισμένος στην πόλη -που κυριολεκτικά βράζει- κάνοντας διάφορες σκέψεις (καλά, καμιά φορά πίνω και κάνα Chateau Le Pin). Τελευταία την σκέψη μου μονοπωλούν οι άνεργοι. Οι άνεργοι και οι απολυμένοι.   

Η ανακοίνωση της απόλυσης πρέπει να σκάει σαν βόμβα πάνω στους εργαζόμενους - ειδικά σε όσους έχουν οικογένεια- και να τους κομματιάζει. Ξαφνικά και από το πουθενά, το φάσμα της ανεργίας απλώνεται μπροστά τους και εκείνοι πρέπει να βρουν τρόπο να ανακοινώσουν στις οικογένειές τους πως έμειναν χωρίς δουλειά. Θλιβερή συγκυρία. 

Κάτι άλλο που σκέφτομαι είναι πως η πλειοψηφία των ανέργων στην Ελλάδα ντρέπεται γι' αυτό που είναι. Η ανεργία είναι ντροπή. Έτσι θεωρούν οι περισσότεροι. Μάλιστα προσπαθούν όσο μπορούν να το κρύψουν κιόλας. Από τον περίγυρό τους, σε πολλές περιπτώσεις ακόμα και από τους συγγενείς τους. 

Θυμάμαι τον Μπουκόφσκι στο <<Τοστ ζαμπόν>> να μιλάει για τον άνεργο πατέρα του. Ο πατέρας του Μπουκόφσκι σηκωνόταν κάθε πρωί στις 7, έμπαινε στο φορτηγάκι του και έκανε δήθεν πως πήγαινε για δουλειά - όλα αυτά για τα μάτια του κόσμου. Φυσικά, ο πατέρας του Μπουκόφσκι απλώς έκανε άσκοπες βόλτες στην πόλη και επέστρεφε σπίτι το μεσημέρι, παριστάνοντας τον εργαζόμενο που μόλις τελείωσε τη βάρδιά του. 

Ο πατέρας του Μπουκόφσκι δεν ήθελε με τίποτα να διαρρεύσει στη γειτονιά πως ήταν άνεργος. Τι θα έλεγε ο κόσμος; Ότι τον συντηρούσε η γυναίκα του; 

Με τον ίδιο τρόπο φαντάζομαι θα σκέφτονται οι περισσότεροι άνεργοι ή απολυμένοι σήμερα στην Ελλάδα. Είναι ντροπή να είσαι άνεργος. Είναι τόση ντροπή, που για να αποφύγεις τα κακόβουλα σχόλια του περίγυρού σου θα παριστάνεις πως έχεις δουλειά, ακόμα και αν δεν έχεις στον ήλιο μοίρα.

Θλιβερό.  

Κάποτε, ένας πολύ κοντινός μου άνθρωπος -ας τον βαφτίσουμε Τάδε- έχασε τη δουλειά του. Ο Τάδε πίστευε τότε πως μαζί με τη δουλειά του, έχασε και τη ζωή του. Είχε βυθιστεί -κυριολεκτικά- σε μαύρο πένθος. 

Αυτή η στάση του είχε σαν αποτέλεσμα ο ίδιος να πέσει -για μεγάλο χρονικό διάστημα- σε βαριάς μορφής κατάθλιψη. Δεν άλλαζε κουβέντα με τη γυναίκα του, ντρεπόταν να κοιτάξει τα παιδιά του, απομακρύνονταν απ' τους φίλους του. Ήταν ένας νεκρός που ανάσαινε. 

Μάλιστα, λίγο έλειψε να διαλύσει την οικογένειά του. Και είναι από κείνους που έχουν καταφέρει να χτίσουν μια ευτυχισμένη οικογένεια. Όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, χτίζονται ακόμα ευτυχισμένες οικογένειες. 

Τέλος πάντων, οι μέρες περνούσαν και κάποια στιγμή ο Τάδε -πετσοκομμένος από τα κοφτερά νύχια της ανεργίας και χωρίς όρεξη για ζωή, αφού ζωή του ήταν η δουλειά του- αποφάσισε να ορμήσει στην αγορά εργασίας, ψάχνοντας με πείσμα για δουλειά. Ή καλύτερα, ψάχνοντας με πείσμα για ζωή, αφού μιλάμε για την περίπτωσή του. 

Γύριζε από εργοδότη σε εργοδότη παρακαλώντας -στην κυριολεξία- να εργαστεί. Τέτοια ήταν η μανία που τον είχε κυριεύσει, ώστε κατάντησε να εκλιπαρεί προκειμένου να τον εκμεταλλευτούν. Να τον βάλουν να δουλέψει για έναν μισθό της πείνας. Δεν τον ένοιαζε. Θα μπορούσε, τουλάχιστον, να κοιτάξει ξανά στα μάτια τα παιδιά του. Θα περπατούσε και πάλι -όπως και πριν- με το κεφάλι ψηλά στη γειτονιά. Έτσι σκεφτόταν. 

Περνούσε ο καιρός και ο Τάδε δεν έβρισκε πουθενά δουλειά. Κανείς δεν ήθελε να τον εκμεταλλευτεί. Ακόμα και η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο -αυτήν η πανάρχαια τέχνη- δεν ευδοκιμούσε. Όλα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο για τον Τάδε. Και, κατ' επέκταση, όλα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο και για τους ανθρώπους που τον αγαπούσαν. 

(Ανοίγω παρένθεση για να πω πως η ιστορία του Τάδε θα ολοκληρωθεί στο τέλος του κειμένου με το άνοιγμα μιας ακόμα παρένθεσης). 

Η ιστορία του Τάδε είναι άκρως διδακτική και -αν μη τι άλλο- φωτογραφίζει αυτό που γίνεται σήμερα στη χώρα μας. Χιλιάδες άνθρωποι στην Ελλάδα παρακαλάνε καθημερινά να μετατραπούν σε αντικείμενα εκμετάλλευσης. Το βλέπεις παντού. Είναι η ανεργία που τους ωθεί εκεί. Και το αίσθημα του φόβου. 

Οπωσδήποτε, είναι θλιβερό να φτάνεις στο σημείο όπου παρακαλάς να σε εκμεταλλευτούν. Δείχνει απελπισία. 

Σκέφτομαι τι θα συμβεί τα επόμενα χρόνια στην Ελλάδα. Υποθέτω πως η ανθρώπινη ζωή θα καταντήσει ακόμα πιο φτηνή. Οι άνθρωποι θα <<αγοράζονται>> σχεδόν τζάμπα. 

Εύχομαι να βγω λάθος και να μην συμβεί κάτι τέτοιο. 

Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί οι περισσότεροι απολυμένοι ταυτίζουν το χάσιμο μιας δουλειάς με το χάσιμο της ζωής τους. Επίσης, μου είναι αδιανόητο να κατανοήσω την ευκολία με την οποία παραιτούνται έτσι εύκολα από τη ζωή και μαραίνονται. 

Να μου πεις, τι να κάνουν; Να ανθίσουν; Όχι. 

Αναμφισβήτητα, το να χάνεις τη δουλειά σου στους καιρούς που ζούμε δεν είναι και ό,τι καλύτερο - ίσως είναι από τα χειρότερα πράγματα που μπορούν να σου συμβούν. Ειδικά εάν πέρα από το δικό σου στόμα έχεις να ταΐσεις και άλλα στόματα. 

Αλλά, γαμώ το κέρατό μου, σκέφτομαι πως είναι ολέθριο σφάλμα να θεωρείς πως η ζωή σου έχασε κάθε μορφή νοήματος από τη στιγμή που απολύθηκες. 

Κάτι τέτοιο σε καταβάλλει τρομερά. Σε διαλύει.

Η ζωή δεν τελειώνει εκεί που τελειώνει μια δουλειά. Ίσως, μάλιστα, εκεί να είναι που αρχίζει. 

Η ανεργία δεν σε καθιστά άχρηστο. Δεν ήσουν πριν το έργο τέχνης του Θεού και τώρα ξαφνικά -που έμεινες χωρίς δουλειά- κατάντησες ένα τίποτα. 

Οι άνεργοι και οι απολυμένοι δεν είναι πια δακτυλοδεικτούμενοι. Δεν είναι τα <<παράσιτα της κοινωνίας>>. Εκτός και αν οι ίδιοι θεωρούν πως είναι κάτι τέτοιο - εκεί είναι που χάνεται το παιχνίδι. 

Οι άνεργοι και οι απολυμένοι αποτελούν την βροντερή υπενθύμιση ότι ζούμε σε καιρό πολέμου. Ψυχολογικού, ηθικού και οικονομικού. 

Οι άνεργοι και οι απολυμένοι οφείλουν -και επιβάλλεται- να ψάχνουν τρόπους ώστε να μην διαλυθούν. 

Οι άνεργοι και οι απολυμένοι έχουν ένα τεράστιο χρέος απέναντι στους ανθρώπους που αγαπάνε: το χρέος του να μην τσακίζονται. 

Και το χρέος του να μην τα παρατάνε. 

Διαφορετικά τραβάνε και τους άλλους προς τα κάτω.

Διαφορετικά τραβάνε τους πάντες προς τα κάτω.  

Θα το ξαναπώ: η ζωή δεν τελειώνει εκεί που τελειώνει μια δουλειά. H ζωή ίσως εκεί ακριβώς να ξεκινάει. 

Με τους πιο μεγάλους ήλιους.

Και τα πιο πολύχρωμα μπαλόνια! 

(Ο Τάδε -ύστερα από μεγάλη προσπάθεια της γυναίκας του και του στενού του κύκλου- κατάφερε να ορθοποδήσει. Κατάφερε να την δει αλλιώς. Διάβασε βιβλία που δεν είχε διαβάσει ποτέ του, είδε ταινίες που δεν είχε δει ποτέ του, γνώρισε ανθρώπους που δεν είχε γνωρίσει ποτέ του - όλα αυτά, φυσικά, του τα στερούσε η εργασία. Επίσης, ο Τάδε -λόγω της προσωπικής του περιπέτειας- διαπίστωσε πως οι άνθρωποι που νοιάζονται για τους ανθρώπους είναι πολύ περισσότεροι απ' ό,τι νόμιζε - και αυτή του η διαπίστωση τον ενθουσίασε. Εν κατακλείδι, ο Τάδε συνειδητοποίησε πως κανείς δεν είναι μόνος του. Κι ας ζούμε σε καιρό πολέμου. Α ναι, παραλίγο να το ξεχάσω, ο Τάδε σήμερα δουλεύει - Τάδε, ελπίζω να μην έχεις σταματήσει να διαβάζεις, να βλέπεις ωραίες ταινίες και να γνωρίζεις όμορφους ανθρώπους). 

Στον Τάδε και στον κάθε Τάδε