Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2017

Σουηδοί και Έλληνες

Γελάω πάρα πολύ με τους Σουηδούς. 

Οι Σουηδοί είναι ένας λαός που «σηκώνει» άγρια και ανελέητη σάτιρα.

Καλά, κι οι Έλληνες σηκώνουν άγρια και ανελέητη σάτιρα αλλά στην Σουηδία μένω τώρα, οπότε τους Σουηδούς θα σατιρίσω· μην παρεξηγηθούν κιόλας οι άνθρωποι.

Άλλωστε, τι άλλο να πεις για τους Έλληνες; Τι να σατιρίσεις πια;

Οι Έλληνες σατιρίζονται μόνοι τους. 

Τους έχουν πάρει την χώρα, τους έχουν σακατέψει τις ζωές τους, κι αυτοί κάθονται και κοιτάνε σαν χαπακωμένοι, ενώ υπάρχουν ακόμα Έλληνες -εφτά χρόνια μετά την χρεοκοπία και τρία Μνημόνια- που τσακώνονται για τα κόμματα.

Τέλος πάντων, με τον φίλο μου τον Ν. χτυπιόμαστε από τα γέλια με τους Σουηδούς. Ειδικά, όταν έχουμε πιει και καμιά μπύρα παραπάνω. Τους αλλάζουμε τα φώτα κανονικά.

Οι Σουηδοί δεν είναι άνθρωποι, αλγόριθμοι είναι.

«Όλα με πρόγραμμα, όλα με σχέδιο» που έλεγε κι ο Άσιμος στο Γιουσουρούμ.

Αυτοί, για να ρίξουν κάνα πήδημα με την γυναίκα τους, βάζουν πρώτα ειδοποίηση στο κινητό.

Δεν είναι τυχαίο ότι η αγαπημένη μέρα του Σουηδού είναι το Σάββατο.

Ο Σουηδός λατρεύει το Σάββατο γιατί είναι η μέρα που δεν δουλεύει -κανένας Σουηδός δεν δουλεύει το Σάββατο, όταν λέμε κανένας, κανένας-, οπότε έχει το ελεύθερο να τα κάνει όλα πουτάνα και να ζήσει. 

Να ζήσει σαν άνθρωπος.

Γιατί τις άλλες μέρες δεν ζει ο Σουηδός. Κάνει κάτι άλλο που δεν λέγεται ζωή.

Ο Σουηδός την Δευτέρα είναι Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και το Σάββατο Αλέξης Ζορμπάς. Όπα!!!

Το Σάββατο θα δεις Σουηδούς να φωνάζουν και να γελάνε στους δρόμους, να φλερτάρουν και να φασώνονται στα μαγαζιά, να χορεύουν -κάπως αστεία-, να παίζουν, να πλακώνονται στο ξύλο.

Θα δεις δηλαδή κανονικούς ανθρώπους με εκρήξεις και συναισθήματα, όχι άψυχα ρομπότ χωρίς εκκρίσεις και χυμούς.

Το Σάββατο ο Σουηδός βγάζει τον πραγματικό του εαυτό. «Λύνεται». Παύει να είναι το πολιτικά ορθό ον που είναι τις άλλες μέρες και γίνεται άνθρωπος. Ανθρώπινος άνθρωπος. 

Εντάξει, βοηθάει και το ποτό -που το γαμάνε τη μάνα το Σάββατο οι Σουηδοί-, αλλά, όταν τους βλέπω έτσι αυθόρμητους, ανθρώπινους και παρορμητικούς τους χαίρομαι πάρα πολύ, ενώ σκέφτομαι πως, κατά βάθος, έτσι θα ήθελαν να ζουν κι εκείνοι.

Πώς θα ήθελα να ζουν; 

Σαν εμάς. Σαν Έλληνες. 

Γιατί μπορεί οι Έλληνες να τα έχουμε κάνει όλα μουνί αλλά να ζούμε ξέρουμε. Και με το παραπάνω.

Τους Έλληνες μπορείς να τους κατηγορήσεις για πάρα πολλά -για τα πάντα- αλλά δεν θα σου περάσει καν από το μυαλό να τους κατηγορήσεις ότι δεν ξέρουν να ζουν· μόνο ένας ηλίθιος θα κατηγορούσε τους Έλληνες ότι δεν ξέρουν αν ζουν. 

Και επειδή μου αρέσει να μιλάω πάντα με στοιχεία: 

Τις προάλλες συναντήσαμε έξω από ένα μπαρ έναν Σουηδό. Ήταν Σάββατο κι ο Σουηδός τα είχε λίγο κοπανημένα, οπότε μας έπιασε την κουβέντα. 

Έπρεπε να δείτε την έκφραση του Σουηδού όταν του είπαμε πως είμαστε Έλληνες. Έλαμψε το πρόσωπό του. 

Αφού συζητήσαμε για λίγο -ο τύπος ήταν «ψαγμένος» και μάγκας και αποθέωνε τον Θόδωρο Αγγελόπουλο-, μας αποχαιρέτισε λέγοντάς μας «ευχαριστώ» που ήρθαμε στην χώρα του και της δώσαμε λίγη ζωντάνια. 

Έτσι ακριβώς μας το είπε:

«Ευχαριστώ που ήρθατε στην χώρα μου και της δίνετε λίγη από την ζωντάνια σας». 

Εκπληκτικό; 

Εντάξει, εμένα τα λόγια του δεν μου έκαναν και τρομερή εντύπωση -γιατί κατά βάθος ξέρω πόσο πολύ θαυμάζουν τον τρόπο ζωής μας οι... μουντοί και άχαροι βορειοευρωπαίοι με την ανυπόφορη προτεσταντική ηθική (ας ακούγεται υπερβολικό αυτό, έτσι είναι)- αλλά, όσο να πεις, γούσταρα.

Γούσταρα που ένας Σουηδός μου είπε «φιλαράκι, σε παραδέχομαι γιατί ξέρεις να ζεις, και σε ευχαριστώ που είσαι εδώ και μου μαθαίνεις κι εμένα να ζω». 

Γιατί αυτό μας είπε στην ουσία ο Σουηδός. 

Οι Έλληνες ξέρουμε να ζούμε. Κι ας μην έχουμε πια ζωή.  

(Αφιερωμένο σε όλους τους Έλληνες που αγαπούν -αγνά- την πατρίδα τους.)

Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2017

Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ

Η ταινία του Άγγλου σκηνοθέτη Κεν Λόουτς «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ» -που βραβεύτηκε με τον Χρυσό Φοίνικα στο 69ο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ των Καννών και την οποία είδα χτες- είναι η καλύτερη ταινία του 2016 και μια από τις καλύτερες ταινίες που έχω δει ποτέ. 

Λίγες ταινίες με έχουν κάνει να κλάψω τόσο πολύ όσο το «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ». Υπήρχαν στιγμές που πάλευα να πνίξω τα αναφιλητά. 

Επίσης, λίγες ταινίες με έχουν κάνει να θυμώσω έτσι. 

Με θύμωσε η ιστορία του Ντάνιελ Μπλέικ και της φίλης του Κέιτ, της νεαρής μητέρας που προσπαθεί να μεγαλώσει μόνη της τα δυο της παιδιά.

Η σκηνή με την Κέιτ στο κοινωνικό παντοπωλείο είναι μια σκηνή που δεν θα ξεχάσω ποτέ. 

Κεν Λόουτς, το σινεμά σου με θύμωσε. 

Και σινεμά που σε θυμώνει, δεν μπορεί παρά να είναι καλό σινεμά. 

Κεν Λόουτς, σε αγαπάω. 

Και σε αγαπάω γιατί -μέσα από αυτό το αριστούργημα- έγινες η φωνή εκατομμυρίων συνανθρώπων μας που παλεύουν να παραμείνουν αξιοπρεπείς και άνθρωποι ενώ οι ζωές τους διαλύονται.

Φωνάζει ο Κεν Λόουτς μέσα από το «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ». 

Τι φωνάζει ο Κεν Λόουτς; 

«Σταματήστε να δημιουργείτε άλλους εξαθλιωμένους και κοινωνικά αποκλεισμένους ανθρώπους». 

Αυτό φωνάζει. 

«Όταν έχεις χάσει τον αυτοσεβασμό σου, δεν σου έχει μείνει τίποτα άλλο να χάσεις» λέει ο υπέροχος Ντάνιελ Μπλέικ σε μια σκηνή μέσα στην ταινία, μιλώντας σε μια υπάλληλο ιδιωτικής εταιρείας. 

Να τους φοβάστε αυτούς που δεν έχουν τίποτα να χάσουν. 

Εσείς που τους δημιουργήσατε, να τους τρέμετε.

Αυτοί θα σας φάνε. 

Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2017

Γράμμα ενός Λαρισαίου νεομετανάστη στην πρώην του ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου

Ο κομαντάντε γράφει γράμμα στην πρώην του ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου γιατί πονάει. Το γράμμα είναι γραμμένο στα λαρισαϊκά γιατί η πρώην του είναι από ένα χωριό έξω από την Λάρισα και δεν μιλάει ούτε ελληνικά, ούτε και καμία άλλη ξένη γλώσσα. 

*Ρουφηξά φρέντου ισπρέσου, Γιάννης Πάριος, "Δώσε μου λιγάκι ουρανό" στο youtube


Ζηνοβία καλησπέρα, 

Τι φτιάντς μανάριμ; 

Σήμερα στην Σουηδία έβγαλι ήλιου. Ως κι ο κιρός ήθελε να σι γράψω καρδούλαμ.

Τι κιρό φτιάν εκεί στου Νταρντανουχώρ; 

Ζηνοβία, δεν σι έχω ξεπιράσ ακόμα. Με την σκέψης κοιμάμι, με την σκέψης ξυπνάου. Μπέσα.

Θυμάμι τότε που σι γνώρσα σε κείνο το παγγύρ στα Καλαμπαλίκια Ελασσόνας. 

Φόραγες ένα κόκκινο φόριμα να φλάξ ο Θιός. Φουτιά σκέτ ήσαν κορίτσιμ. Σε χάζιυαν οι μπαρμπάδες να χορεύς και τς σηκώνουνταν. 

Είχες έρθ με τον ξάδερφός τον γκαμπλέα που δεν μας άφηνι να μιλήσουμε - θυμάσι; Πώς μ' έρχονταν να τον σκάσω δυο σκαμπίλια τον κιαρατά... Ήταν κρεμανταλάς όμως και σκιάζομαν. 

Δεν θα ξιχάσω ποτέ την πρώτη κουβέντα που μ' είπες εκείνο του βράδ στου παγγύρ.

Η ορχήστρα έπαιζι το "Στου πιδιού μου την χαρά έσφαξα έναν κόκουρα", κι εγώ ήρθα κι σ' έπιασα του χέρι να σε χουρέψω. 

Τότε ισύ σκούπσες τα χέριας που ήταν μες στην γλίτσα απ΄ τα κιμπάπια, μι κάρφουσες με του βλέμμα και μ΄ είπες:

«Να με συμπαθάς αλλά θέλω να πάω στου μέρους να κάνω το ψιλόμ». Ήσαν ζόρικο γκομινάκ, δεν λέου. 

Καλά, η ξάδιρφός μ' έριξε ένα βλέμμα ικείν την ώρα που στέκομαν πάνω απ' το τραπέζ - αμάν αμάν Παναγίαμ. Χέσκα στα βρακιάμ. 

Ιυτυχώς τον καλμάρσες ισύ και δεν μι πλάκωσε στις γλήγορες. Τι αγριόγρουνο είνι αυτός η ξάδερφός ρε Ζηνοβία; 

Θυμάμι τώρα το πρώτου μας γλουσσόφιλο κάτω απ΄ το σπίτ τς κυρά Αφρούλας. 

Είχι μόλις τελειώς το παγγύρ κι ο ξάδερφός είχε πάει σπίτ να ταβλιαστεί, κι έτσ ιγώ βρήκα ευκιρία να σι στριμώξω. Αλλά κι ισύ όμως, άλλο που δεν ήθιλες - πονηριάρκο. 

Να σι πω την αλήθεια, είχα λίγο άγχους για το πώς θα σε φιλήσω, γιατί προηγουμένως είχα πλακώς τα κρέατα και τα κριμμύδια στου τραπέζ, με αποτέλισμα να βρομοκοπάει η ανάσαμ. 

Άσε που απ΄ του φαΐ κόντιυα να χιστώ απάνωμ. Αλλά κρατιόμαν για σένα ψυχήμ. 

Ιυτυχώς, μόλις με φίλτσες κατάλαβα ότι είχις φάει κι ισύ του καταπέτασμα -βρομοκόπαγις βλέπς σκουρδίλα-, κι έτσ ησύχασα. 

Πουλύ τ΄ αγαπούσις του φαΐ γλυκιάμ Ζηνοβία. Ήσαν τρουφαντό θηλυκό. Μπριτζόλες και κιμπάπια σ' έβαζε η μάνας στου μπιμπερό; Ήθιλα να ξιρα.

«Σαρμαδάκ» σι φώναζα. Θυμάσι; Πώς γέλαγις όταν στο λιγα! Φωτίζοσαν ολόκληρ. Αχ μαναράκιμ. 

Μετά που αρχίντσες δίαιτα κι έχασις 25 κιλά και γίνκες σαν δοκάρ, ντιπ δεν μ΄ άρισες - το ξέρς.  

«Πώς γίνηκες έτσ γαμώ τον αντιχριστόμ;» σι έλεγα τότε, «σαν αυτά τα ξυλάγκουρα τς Victoria's Secret είσι». 

«Ιγώ το μωρόμ το θέλω φουσκωτό, να χου να πιάνου» σι έλεγα, «ισένα φουβάμι να σι πιάσω μην κάντς κάνα κρακ ξαφνικά και σπάεις». 

«Άμα θέλτς φουσκωτό να πας να πάρς ένα στρώμα» μ΄ ειρωνεύκες, ενώ με απείλτσες ότι θα με απαρατήεις για τουν Θύμιου που είχι του Παντουπωλείο, κι όλο σε γυρόφερνε η κιαρατάς. 

Ζηνοβία, ακόμα σι γυροφέρν τούτος ο χλιάρας; 

Κοίτα μην μάθω ότι τα μπλιξες μ΄ αυτόν, θα σι πάρει και θα σι σκώσ κακομοίραμ.

Θα ρθω στου Νταρντανουχώρ και θα τα φτιάσω ούλα λίμπα!

Σ΄αφήνω τώρα γιατί συγχύσκα και θα αρχίσω τς χριστοπαναγίες. Είμι ουξύθυμος πουλύ. Μι ξέρς. 

Άιντε, γράψι μι κι ισύ κάποια στιγμή. 

I love you σαρμαδάκιμ.


Η Βαλιντίνος

Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2017

Γράμμα ενός Λαρισαίου νεομετανάστη στην μητέρα του

Με αφορμή την συμπλήρωση ενός μήνα στην κακούργα ξενιτιά -σήμερα-, ο κομαντάντε γράφει γράμμα στην μάνα του. Το γράμμα είναι γραμμένο στα λαρισαϊκά γιατί η μαμά τα καταλαβαίνει καλύτερα. Ευχαριστώ για την κατανόηση. 

*Ρουφηξά φρέντου ισπρέσου, "Μάνα μου", Στέλιος Καζαντζίδης στο youtube


Μανούλαμ καλησπέρα, 

Τι φτιάντς; Όλα καλά; 

Ιγώ μόλις λούσκα κι έκατσα να σι γράψω.

Είδες τι καλό πιδί που είμι; Δεν βγαίνω έξω λουσμένος για να μην πλευριτώσω. Όπως μ' έχεις ορμηνέψ ισύ μανούλαμ γλυκιά.  

Τι καιρό φτιάν εκεί στη Λάρσα; Ιδώ στην Σουηδία χιουνάει απ' το προυί. 

Ιυτυχώς που ρίχει και κάνα χιόν, και σπάει λιγάκ η μουντίλα κι η μαυρίλα. 

Εκεί χιόντσε καθόλου ή μπα; Εύχομι να μην ξαναχιονίσ, γιατί την τελευταία φουρά σας κόπκε το νιρό για μια βδουμάδα, ενώ -για τρεις πόντοι- έκλεισαν και τα σχουλειά για ένα μήνα. 

Άσε που ανησυχώ μην ξαναπάρει τς δρόμοι ο μπαμπάς μες στου χιόν, και σαβουρωθεί και σπας κάνα πουδάρ, και τρέχετε μετά στα νοσοκομεία γέροι ανθρώπ - για τέτοια είμαστι τώρα;

Η γάτος τι φτιάν; Τον ταΐζς ή έχει σκεβρώσ ντιπ; Να τον δίντς να τρώει καλά, κρίμα είνι του ζωντανό. 

Καλά ρε μάνα, έφτιασες σιλίδα στο Facebook; Είσι με τα καλάς ή το χασες ντιπ;  

Βλέπω ψες αίτημα φιλίας, πατάω ικεί να ιδω μήπως είνι κάνα μανάρ που με ζαχαρών, και στην φωτογραφία είσι εσύ. 

Να! λέω, έφτιασε Facebook η μάναμ. Α δεν είμαστι καλά. 

Δεν πιστεύω να μιλάς με τίποτα γκομινάκα στου τσατ; Πρόσιξε καλά μάνα, αν πάρω είδησ τίπουτα τέτοιου, την έβαψες κακομοίραμ. 

Δεν σε ξεπλέν ούτε η Πηνειός. Θα ρθω στ Λάρσα και θα σι κουρέψω γλι!

Ώρα είναι να φτιάεις και κάνα ίνσταγκραμ, και να κοτσάρς τίπουτα σέλφι με duck face. 

Άπαπα Παναγίαμ, ριζίλι των σκυλιών θα γίνουμε. 

Τέλους πάντουν, σ΄ αφήνω να έχς Facebook, αλλά μόνο για να μιλάς με μένα, τον κανακάρης. 

Άντε και για να ανταλάειζ καμιά συνταγή με τς φιλινάδες. 

Τώρα που είπα φιλινάδες, η κυρά Τασούλα τι φτιάν; Καλά είντην; 

Έμαθα παράτσε τον κυρ Στέλιου και κλέφκε με κείνον τον Αλβανό που τς μάζευε τς ελιές στα χουράφια. 

Καλά ρε μάνα, τι τον θέλει τον Αλβανό η κυρά Τασούλα, 70 χρονών γυναίκα; Τι καραγκιοζλίκια είνι αυτά; 

Αυτός είνι 28 χρονών, τι να φτιάς με την γριά στου κρεβάτ; 

Μάνα, στα χέρια θα του μείνει του Αλβανού η κυρά Τασούλα. Ιδώ θα σι και θα δεις. 

Κοίτα εκεί πέρα να την βάλτς μυαλό, γιατί θα τς φάει ούλη την σύνταξη αυτός, κι ύστερα θα την απαρατήσει στα κρύα του λουτρού. 

Καλά, την βλέπω την κυρά Τασούλα να παίρνει μετά σβάρνα τα μεσημεριανάδικα και να κλαίγετι σαν εκείνη την χαζιά την Ρούλα την Βροχοπούλου. 

Τι άλλο να σι πω μανούλαμ. 

Εμείς ιδώ καλά πιρνάμε με τα πιδιά. 

Βλέπουμι κάθε μέρα The Voice -όταν δεν έχει το βάζουμι και το βλέπουμι ιπανάληψ-, ενώ τρώμι σαν τα ζώα. 

Καλά, η Νίκος έχει φτιάς μια κλιά μέχρι απέναντ· του καλουκαίρ τον βλέπου να σκάει μύτ ζμπαραλία με το σεντόν. Αφού οι Σουηδέζες τον βλέπουν και κόβουν λάσπ. 

Κι εγώ πάντως κανά δυο τρία κιλάκια τα χω βάλει. Γομαράκ θα σε ρθω στο χουριό του καλουκαίρ άμα συνεχίσω να μασλάω σαν το μουσχάρ. 

Σάματς και τι όμως; Εσύ και 180 κιλά να γίνω, πάλι θα με ταχταρίειζ στα γόνατάς μανούλαμ.

Α μανούλαμ, τώρα που το θυμήθκα, μι πήρες κάνα δώρο για τ Αγίου Βαλιντίνου ή μ' έγραψες στα τσάκιας όπως πέρις και θα θυμώσω πάλι; 

Εγώ σι πήρα αλλά δεν θα σι γράψω τι σι πήρα γιατί θα μι πουν μαμάκια. 

Πάντους, θα στου στείλω του δώρο μι κούριερ, μην αγχώνισαι. 

Σ' αφήνω τώρα μανούλαμ γιατί πείνασα.

Να είσι καλά και να προυσέχς. 

Ναι, ξέρου, ζακέτα να βάλου. 

Άιντε φλιά. 

Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2017

Στους Κηλαηδόνηδες λέμε ναι, όχι λέμε στους Μαραβέγιες

Με αφορμή τον θάνατο του Λουκιανού Κηλαηδόνη, έγραψα χτες στα social media πως «Λιγοστεύουν οι Κηλαηδόνηδες και πληθαίνουν οι Μαραβέγιες».

Θέλω να πω πως συμφωνώ απόλυτα με αυτό που έγραψα και μπράβο μου που το σκέφτηκα.

Λιγοστεύουν οι Κηλαηδόνηδες και πληθαίνουν οι Μαραβέγιες. Έτσι είναι.

Η Ελλάδα είναι μια χρεοκοπημένη και διαλυμένη χώρα με διαλυμένους ανθρώπους, οπότε θα περίμενε κανείς να κυριαρχούν καλλιτέχνες με πολιτικό λόγο και σκέψη -τέτοιος ήταν ο Κηλαηδόνης- που θα εκφράζουν τον πόνο και τον καημό του σύγχρονου Έλληνα, ενώ μέσα από τα τραγούδια τους θα παίρνουν θέση απέναντι στην αδικία, την βαρβαρότητα και την αηδία που μας περικυκλώνουν.

Στην διαλυμένη Ελλάδα του 2017, με τα εφτά χρόνια χρεοκοπίας και τα τρία Μνημόνια, όχι μόνο δεν κυριαρχούν τέτοιοι καλλιτέχνες -«Κηλαηδόνηδες»- αλλά παντού ακούς και βλέπεις κάτι ατάλαντα τσουτσέκια να τραγουδάνε γλυκερές σαχλαμάρες, εκφράζοντας ένα τσούρμο φελλούς που δεν μπορούν να δουν πέρα από την μύτη τους, ενώ δεν είναι σε θέση ούτε καν να σκεφτούν.

Αλλά ποιος να τους βάλει να σκεφτούν όλους αυτούς; Ο... Μαραβέγιας κι ο Μουζουράκης;  

Από την άλλη, είναι και κάπως λογικό σε μια χώρα που έχει καταρρεύσει -σε όλα τα επίπεδα- να μην υπάρχουν σοβαροί καλλιτέχνες και τραγουδοποιοί με πολιτική σκέψη και κοινωνικές ευαισθησίες αλλά χαζοχαρούμενα παιδαρέλια που αδυνατούν να μετατρέψουν την πραγματικότητα σε τέχνη και δεν κάνουν, βέβαια, μουσική αλλά δημόσιες σχέσεις.

Δεν ξέρω αν είμαι ο μόνος που τα σκέφτεται αυτά τα πράγματα και εξοργίζεται από το γεγονός ότι δεν υπάρχει σήμερα ούτε ένας σοβαρός Έλληνας τραγουδοποιός να μας βάλει πέντε όμορφα τραγούδια στο στόμα με νόημα, να τα τραγουδήσουμε, να γουστάρουμε.   

Θέλω να πιστεύω πως δεν είμαι ο μόνος. Αχ, σας παρακαλώ, πείτε μου πως δεν είμαι ο μόνος!!!

Εντάξει, δεν ζητάω κάναν Καζαντζίδη -μια φορά γεννιούνται τέρατα σαν τον Καζαντζίδη- αλλά έλεος, ρε πούστη μου, με όλους αυτούς τους χλιαρούς και αδιάφορους τραχανάδες που μας βρομίζουν τα αυτιά με τις Λόλες, τους Πυροσβεστήρες και τ' αρχίδια μας κουνιούνται. 

Το ελληνικό τραγούδι φίλε μου ήταν πάντα βαθιά πολιτικό, και μιλούσε απευθείας στις καρδιές των ανθρώπων επειδή εξέφραζε με μοναδικό τρόπο τους πόνους, τις πίκρες και τους καημούς τους.

Το ελληνικό τραγούδι είναι το «Καίγομαι» του Γκάτσου, όχι το «Μαζί σου πέφτω κι άλλο χαμηλά» του Μαραβέγια.

Το «Μ' αεροπλάνα και βαπόρια» του Νιόνιου, όχι το «Μαντάμ» του φιόγκου.

Το ελληνικό τραγούδι είναι κλάμα και οδυρμός, δεν είναι χίπστερ αγαπουλινιές και καρδούλες, σαν emoticon στο Facebook. 

Η πρώτη σκέψη που έκανα χτες όταν πληροφορήθηκα τον θάνατο του Λουκιανού Κηλαηδόνη ήταν η εξής: 

Η μεγαλύτερη τραγωδία όταν χάνονται τόσο σπουδαίοι καλλιτέχνες είναι πως δημιουργείται περισσότερος χώρος για τους ατάλαντους, τους ακατάλληλους, τους -αν θέλετε- μη πολιτικούς μουσικάντηδες του κώλου. 

Με μια λέξη τους Μαραβέγιες.

Η Ελλάδα χάνεται, οι Έλληνες υποφέρουν και δυστυχώς δεν υπάρχει ούτε ένας Έλληνας καλλιτέχνης να το εκφράσει όλο αυτό.

Αυτό είναι που με κάνει έξαλλο. 

Έξαλλο!!! 

(Αυτό ήταν ένα θυμωμένο και γεμάτο πίκρα ποστ από έναν ξενιτεμένο.)

Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2017

Ραντεβού στα Πατζεράδικα


Ξύπνησα και το στόμα μου πονούσε ακόμα από τα φιλιά μας. Σε μύριζα στα δάχτυλα του χεριού μου, σε μύριζα πάνω στο δέρμα μου.

Δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα στον κόσμο από το να κουβαλάς πάνω σου την μυρωδιά του Άλλου.

Ήπιαμε καφέ. Μετά, έφυγες. Δεν είπαμε «αντίο», είπαμε «γεια». Τι γλυκιά ανακούφιση.

Τρεις φορές γύρισα και σε κοίταξα να απομακρύνεσαι μέσα στο πλήθος. Δεν γύρισες ούτε μια. Τα προσέχω εγώ κάτι τέτοια - να ξέρεις.

Ο έρωτας είναι -μεταξύ πολλών άλλων- και μια διαρκής διαπάλη με το εγώ σου. Ένα εκατομμύριο ορισμούς σου έχω δώσει για τον έρωτα -δικούς μου αλλά και άλλους, κλεμμένους-, αλλά αυτόν ποτέ. Οπότε, στον δίνω τώρα.

Μια διαρκής διαπάλη με το εγώ σου, που λες.

Όσο πιο μεγάλο το εγώ, τόσο πιο δύσκολη η μάχη που δίνεις να σταθείς όρθιος και ακέραιος απέναντι στον Άλλο και να μην ξεβρακωθείς ολόκληρος μπροστά του, να τα δει όλα, να του ρθει ντουβρουτζάς και να αρχίσει να τρέχει πανικόβλητος.

Να ξεβρακωθείς μεταφορικά, όχι κυριολεκτικά. Δεν το διευκρινίζω επειδή είσαι χαζή και δεν θα το καταλάβεις, αλλά επειδή θέλω να ξέρεις τι οδυνηρή εμπειρία είναι για μένα το εσωτερικό ξεβράκωμα -αυτό που ξερνάς όλο σου το μέσα στα μούτρα του Άλλου- και πόσο πολύ με κουρελιάζει. Γλυκά, αλλά με κουρελιάζει.

Ξέρεις καλά πως είμαι άνθρωπος με πολύ μεγάλο εγώ. Τι μεγάλο, τεράστιο. Και με τρώει. Σαν καρκίνος.

Δεν στο έχω πει ποτέ αλλά μερικές φορές σου κάνω επίτηδες την ζωή ποδήλατο για να σε «τιμωρήσω» για όλα αυτά τα συναισθήματα που ξεχύνονται από μέσα μου για σένα σαν ποτάμι και κοντεύουν να με πνίξουν.

Βλέπεις, εκτός από ερωτευμένος, είμαι και μαλάκας. Σε βλέπω τώρα να χαμογελάς δαγκώνοντας τα χείλη σου. Και λιώνω.

Όταν είμαι μαζί σου -κάθε φορά που είμαι μαζί σου- νιώθω πεταμένος σε μια αρένα. Απέναντί μου, εγώ. Εγώ απέναντι σε μένα. Εγώ απέναντι στο εγώ μου. Η μάχη των μαχών. Τo El Clasico της καψούρας.

Εσύ κάθεσαι στις εξέδρες και παρακολουθείς αυτή την φιέστα γελοιότητας. Δεν φεύγεις. Κάθεσαι και παρακολουθείς. Ως το τέλος. Θεότρελη. Ή μήπως ερωτευμένη; Να μου πεις, έχει διαφορά;

Κάποιες φορές -όταν βλέπεις πως δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα- ρίχνεσαι η ίδια στην μάχη. Και τότε νικάω. Για την ακρίβεια, νικάμε. Τι θλιβερός θρίαμβος.

Δεν είμαι από αυτούς που λακίζουν. Δεν υπήρξα ποτέ ρίψασπις στον έρωτα. Πώς θα μπορούσα άλλωστε;

Άνθρωπος είμαι, όχι στοιχειό.

Ορμάω στον έρωτα ρουφώντας όλο το πένθος και την πίκρα και την παράνοια. Ορμάω συνειδητά. Γουστάρω. Γου-στά-ρω.

Ξανά:

Ο έρωτας είναι μια διαρκής διαπάλη με το εγώ σου. Και αξίζει μόνο σε αυτούς που είναι διατεθειμένοι να δώσουν την μάχη μέχρι το τέλος.

Για σένα θα με συντρίψω.

(Το κείμενο δεν είναι δικό μου. Είναι του Πατζέρο. Ο Πατζέρο είναι ο γάτος με τα τρία πόδια που έχω στην αυλή. Επειδή ο Πατζέρο δεν ξέρει υπολογιστή, μου ζήτησε ευγενικά να μου υπαγορεύσει ένα κείμενο κι εγώ να το δημοσιεύσω. Πατζέρο, ορίστε, το δημοσίευσα. Γατάκι.)

Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2017

Σημειώσεις ενός Λαρισαίου νεομετανάστη στην Σουηδία (γράμμα στους συμπολίτες μου: part 4)

Ο κομαντάντε γράφει και τέταρτο γράμμα στους συμπολίτες του γιατί μπορεί. Δεν θα μπω στον κόπο να επαναλάβω πως οι παρακάτω γραμμές απαγορεύεται να διαβαστούν από αναγνώστες που δεν έχουν καταγωγή από Λάρισα, γιατί και που το λέω εσείς κάνετε το δικό σας -έχω άπειρες καταγγελίες από Λαρισαίους αναγνώστες που έχουν πιάσει επ' αυτοφώρω Αθηναίους, Θεσσαλονικιούς και Πατρινούς να διαβάζουν τις Σημειώσεις ενός Λαρισαίου νεομετανάστη (μιλάμε για θράσος)-, οπότε το κείμενο που ακολουθεί είναι ελεύθεροι να το διαβάσουν οι πάντες. 

Ιμπρός, διαβάστε να ιδώ τι θα καταλάβετε, μαλακουκαύληδες!


*Ρουφηξά φρέντου ισπρέσου 


Αγαπητοί συμπουλίτες (αλλά και ανεπιθύμητ προυτευουσιάν),


Συνέβ κάτι προυτόγνωρο την περασμέν Παρασκευή ιδώ στου Νόρσεπινγκ. 

Ας πάρουμι τα πράγματα από την αρχή.

Επισκέφκα που λέτι μια εκκλησά ιδώια κουντά στου σπιτ, για να προυσευχηθώ. 

Είχα να προυσευχηθώ ιιιιιι χρόνια·  αφού δεν θυμόμαν καν τα lyrics. Άτσα, να το και του αγγλικό. 

Τι νόμζες; Μουναχά για κουρνίζα το χω του προφίτσενσυ; 

«Αρέ τι δλειά έχεις εσύ να παέντς στις εκκλησές άθιος άνθρουπος;», σας ακούω να ρουτάτι. 

Γιατί, η Αλιέξης η Τσίπρας τι δλειά είχε να παέν στου Σκουπευτήριο τς Κισαριανής να αφήσ λουλούδια; Πω πω, σας απουστόμωσα τώρα ντιπ ε. Δεν σας χάλασι. 

Μπαίνουντας που λέτι στην εκκλησά, βλέπου μπρουστά απ΄ του ιερό -αντί για παπά- τέσσερις μαυρουφορεμένους Νορβηγούς με βιουλιά και κιθάρες στα χέρια (φουτό)

«Αρέ πού μπήκα αρέ, σε εκκλησά ή στου Φάληρο;», σκέφκα. 

Ιν του μεταξύ, έτσι που ήταν ντυμέν οι Νουρβηγοί μες στην κακιά μαυρίλα, νόμζα ότι κλαίγαμι κάναν πεθαμένου. 

Ήταν και του κλίμα έτσι κάπως πιρίεργο-λες κι ήταν Μιγάλ Παρασκιυή κι έκλιγάμε τον Χριστό-, με απουτέλεσμα να μι σηκωθεί η τρίχα κάγκιλο. Σκιάχκα ντιπ!

Τέλους πάντουν, στρώνω τον κώλομ σ' ένα στασίδ εκεί πέρα, για να δω τι θα φτιάσουν οι Βίκινγκς - σκέφκα ότι μπορεί να ήταν τίποτα φιλέλληνες και να έριχναν κάναν Τσιτσάνη. 

Αρχινάν που λες οι Νορβηγοί να παίζουν κάτι πεθαμενατζίδικα - σ' έρχονταν να αυτοκτονήεις! 

«Αρέ τι φτιάνετε αρέ χαζομσόχαζ;», αρχίνισα ιγώ να φουνάζω, «δεν καθόμαν σπίτ να ακούσω Μπουφίλιου άμα ήταν έτσ;». 

Τίπουτα αυτοί. Το βιολίτς. 

Η τραγουδιάρα ιν τω μεταξύ- αντί για ξώβυζο, μίνι φούστα και δωδεκάπουντο- να φουράει ένα μακρύ κατάμαυρου ράσο, λες κι ήταν η Παπαγιάντς απ' του Μιταξοχώρ! (Γεια σου πατρίδα ευλογημένη!) 

Αφού αντί για γαρύφαλλα σ' έρχονταν να τς πιτάξεις κόλλυβα.

«Αρέ θα μας ρίξετε ζγκατάθλιψ γαμώ τον αντίχριστό σας» σνέχισα ιγώ να φουνάζω, «παίξτι κάναν Κουντουλάζο να μερακλώσουμι, να γουστάρουμι». 

Εκεί αυτοί. Τα πεθαμενατζίδικα. Ρε πού μπλιέξαμι με τς αυτοκτονικοί γαμώ τον αντιχριστόμ.

Μπέσα τώρα, ένιουθα λες κι έπαιζα στην «10η εντολή» του Κοκκινόπουλου· αυτό μουρέ του σήριαλ στην τηλιόραση που σκουτώνονται ούλοι αναμεταξύτς. 

«Αρέ επειδή ισείς έχετι να ιδείτε ήλιο καμιά πενηνταριά χρόνια και καταπίνετε τα μουρλόχαπα με τς χούφτις, θα μας φτιάσετε κι εμάς σαν τα μούτρα σας;». 

Τίπουτα. Μλούσες δεν μλούσες, στ' αρχίδιατς. 

Μες στην εκκλησά ιν του μεταξύ να μην ακούγετι κιχ. Κοιτούσαν ούλοι απουσβολωμέν τς πεθαμενατζήδες. 

«Αρέ τι κοιτάτε σαν τα όρνια αρέ χαζομσόχαζ; Ούτε την Παπαρίζου στην Γιουρουβίζιον να βλέπατι», γύρισα και τις είπα. Καλά τς είπα. 

Αφού είδα κι απόειδα, σκώθκα απάν, κουκλώθκα, και ρίχνοντας δυο φάσκιλα στς πεθαμενατζήδες έκανα μεταβουλή κι έφυγα. 

Ακούς ικεί να παίζουν μουσική μες στην εκκλησά τα παλιόσκλα. Τι το κάναμε ιδώ πέρα αρέ; «Στην υγειά μας» με τουν Σπύρου Παπαδόπουλου;

Ε ρε Σεραφείμ Πειριώς που σας χρειάζιτι παλιοπούστηδοι!

Άι γεια. 

Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2017

Σημειώσεις ενός Λαρισαίου νεομετανάστη στην Σουηδία (γράμμα στους συμπολίτες μου: part 3)

Ο κομαντάντε γράφει και τρίτο γράμμα στους συμπολίτες του γιατί η επιτυχία τον μέθυσε. Οι κάτωθι γραμμές δεν αφορούν αναγνώστες που δεν έχουν καταγωγή από Λάρισα - μην λέμε συνέχεια τα ίδια. Ευχαριστώ. 


Αρέ κφάλες ΑΘηναίοι, ιδώ είστι ακόμα αρέ; Αρέ τραβάτε στον Κουρτώ σας, ντιντήδες! Ε ντιντήδες!


Αγαπητοί συμπουλίτες, 

Δεν είμαι ντιπ καλά. Έχω να ιδώ ήλιο ιδώ και καμιά βδουμάδα. Ξυπνάω του προυί και είναι σκουτάδ. Πίσσα ντιπ!

Αρέ γι' αυτό ούλοι οι Σουηδοί μας κουβαλιώνται στην Ελλάδα του καλουκαίρ και λιάζουνται σαν τα φίδια. Έχουν φρικάρ απ' του σκουτάδ και τς έρχεται να φουντάρουν από κάνα μπαλκόν. 

Ιν του μεταξύ, ούλοι είναι κάτασπροι σαν γάλατα. Ασβέστ άμα τς ρίξεις τς Σουηδοί δεν θα καταλάβς διαφουρά. 

Ενώ ιμείς οι Έλληνες ε; Μιλαμψοί πέρα για πέρα. Σκάμε μύτ του καλουκαίρ ζμπαραλία σαν τσικουλάτες. Σαν αυτόν τον κουνιστό τον τραγουδιάρη τον Σαρμπέλ. (Πού τον θυμήθκα αυτόν τώρα; Ό,τ να νι.)

Τς προυάλλες που λέτι ήμαν στο Σούπερ Μάρκετ. Αφού ψώνσα και καμάκουσα και μια αλόγα Σουηδέζα μπρουστά απ΄ τα τυριά. πήγα στου ταμείο να πλιερώσω. 

Στου ταμείο ιν του μεταξύ να γίνεται τς πτάνας. Μια ουρά μέχρι απέναντ. Γαμώ τον αντιχριστόμ γαμώ. 

Δεκαπέντε ανθρώποι πιριμέναν στην ουρά και οι κφάλες δεν ανοίγαν και του άλλο του ταμείου από δίπλα. Ρε γαμώ την Σουηδίαμ γαμώ!

«Άνοιξε αρέ μαντράχαλι και τ' άλλο του ταμείο γαμώ το κερατός γαμώ», αρχίνισα ιγώ να ουρύομαι σι έναν γκαμπλέα με μούσια εκεί πέρα. 

Τίπουτα αυτός. Μούγκα στ στρούγκα.  

Οι Σουηδοί ιν τω μεταξύ να μι κοιτάν λες κι ήμαν ιξωγήινος. Πρώτ φουρά μάλλον είδαν να κάν κάποιους σαματά στου Σούπερ Μάρκετ. 

«Τι με κοιτάτε αρέ χαζομσόχαζ λες και κατέβασα τα πανταλόνιαμ καταεί και σας έβγαλα το καυλίμ απόξω;», τς φώναξα, «να πάω σπίτιμ να αράξω την πέτσαμ θέλω». 

Τίπουτα αυτοί. Μι κοιτούσαν σαν τα γιλάδια στου λιβάδ. 

Τέλους πάντων, αφού κανείς δεν διαμαρτύρονταν για την αναμουνή και δεν ζητούσε να ανοίξ και τ' άλλο του ταμείου, έκατσα κι γω στ' αυγάμ κι πιρίμενα. Σαν τον μπούφο. 

Μση ώρα μι πήρε να πλιερώσω αγαπητοί συμπουλίτες. 

Φαντάς να τύχαινε κάνα τέτοιο σκηνικό σε Σούπερ Μάρκετ στ Λάρσα ε. 

«Τι είπες αρέ; Δεν ανοίγεις κι τ' άλλο του ταμείου; Θα σι σπάσω τα παϊδια πουσταρά γαμώ τον αντιχριστός γαμώ!». 

Καλά ε, ιξέγερς θα γινόταν. Θα μπουκάρζε ούλη η Θύρα 1 στου Σούπερ Μάρκετ και θα το φτιανε καλουκαιρινό.  

Ρε πού έμπλεξα με τς μαλακουκαύληδες τς Σουηδοί! Ζώα ντιπ είναι οι ανθρώπ. 

Στόμα έχουν και μιλιά ντιπ. 

Αυτοί και τη γυναίκατς να σι δουν να πδας στο κρεβάτιτς, όχι απλά δεν θα αντιδράσουν αλλά θα πάρουν το μαξιλάριτς να πάν να κοιμθούν στουν καναπέ στου σαλόν για να μην σας ενοχλάν. 

Τι να ιπείς. Ό,τι μ' ό,τι. 

Άι γεια.