Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2017

Γράμμα ενός Λαρισαίου νεομετανάστη στην πρώην του ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου

Ο κομαντάντε γράφει γράμμα στην πρώην του ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου γιατί πονάει. Το γράμμα είναι γραμμένο στα λαρισαϊκά γιατί η πρώην του είναι από ένα χωριό έξω από την Λάρισα και δεν μιλάει ούτε ελληνικά, ούτε και καμία άλλη ξένη γλώσσα. 

*Ρουφηξά φρέντου ισπρέσου, Γιάννης Πάριος, "Δώσε μου λιγάκι ουρανό" στο youtube


Ζηνοβία καλησπέρα, 

Τι φτιάντς μανάριμ; 

Σήμερα στην Σουηδία έβγαλι ήλιου. Ως κι ο κιρός ήθελε να σι γράψω καρδούλαμ.

Τι κιρό φτιάν εκεί στου Νταρντανουχώρ; 

Ζηνοβία, δεν σι έχω ξεπιράσ ακόμα. Με την σκέψης κοιμάμι, με την σκέψης ξυπνάου. Μπέσα.

Θυμάμι τότε που σι γνώρσα σε κείνο το παγγύρ στα Καλαμπαλίκια Ελασσόνας. 

Φόραγες ένα κόκκινο φόριμα να φλάξ ο Θιός. Φουτιά σκέτ ήσαν κορίτσιμ. Σε χάζιυαν οι μπαρμπάδες να χορεύς και τς σηκώνουνταν. 

Είχες έρθ με τον ξάδερφός τον γκαμπλέα που δεν μας άφηνι να μιλήσουμε - θυμάσι; Πώς μ' έρχονταν να τον σκάσω δυο σκαμπίλια τον κιαρατά... Ήταν κρεμανταλάς όμως και σκιάζομαν. 

Δεν θα ξιχάσω ποτέ την πρώτη κουβέντα που μ' είπες εκείνο του βράδ στου παγγύρ.

Η ορχήστρα έπαιζι το "Στου πιδιού μου την χαρά έσφαξα έναν κόκουρα", κι εγώ ήρθα κι σ' έπιασα του χέρι να σε χουρέψω. 

Τότε ισύ σκούπσες τα χέριας που ήταν μες στην γλίτσα απ΄ τα κιμπάπια, μι κάρφουσες με του βλέμμα και μ΄ είπες:

«Να με συμπαθάς αλλά θέλω να πάω στου μέρους να κάνω το ψιλόμ». Ήσαν ζόρικο γκομινάκ, δεν λέου. 

Καλά, η ξάδιρφός μ' έριξε ένα βλέμμα ικείν την ώρα που στέκομαν πάνω απ' το τραπέζ - αμάν αμάν Παναγίαμ. Χέσκα στα βρακιάμ. 

Ιυτυχώς τον καλμάρσες ισύ και δεν μι πλάκωσε στις γλήγορες. Τι αγριόγρουνο είνι αυτός η ξάδερφός ρε Ζηνοβία; 

Θυμάμι τώρα το πρώτου μας γλουσσόφιλο κάτω απ΄ το σπίτ τς κυρά Αφρούλας. 

Είχι μόλις τελειώς το παγγύρ κι ο ξάδερφός είχε πάει σπίτ να ταβλιαστεί, κι έτσ ιγώ βρήκα ευκιρία να σι στριμώξω. Αλλά κι ισύ όμως, άλλο που δεν ήθιλες - πονηριάρκο. 

Να σι πω την αλήθεια, είχα λίγο άγχους για το πώς θα σε φιλήσω, γιατί προηγουμένως είχα πλακώς τα κρέατα και τα κριμμύδια στου τραπέζ, με αποτέλισμα να βρομοκοπάει η ανάσαμ. 

Άσε που απ΄ του φαΐ κόντιυα να χιστώ απάνωμ. Αλλά κρατιόμαν για σένα ψυχήμ. 

Ιυτυχώς, μόλις με φίλτσες κατάλαβα ότι είχις φάει κι ισύ του καταπέτασμα -βρομοκόπαγις βλέπς σκουρδίλα-, κι έτσ ησύχασα. 

Πουλύ τ΄ αγαπούσις του φαΐ γλυκιάμ Ζηνοβία. Ήσαν τρουφαντό θηλυκό. Μπριτζόλες και κιμπάπια σ' έβαζε η μάνας στου μπιμπερό; Ήθιλα να ξιρα.

«Σαρμαδάκ» σι φώναζα. Θυμάσι; Πώς γέλαγις όταν στο λιγα! Φωτίζοσαν ολόκληρ. Αχ μαναράκιμ. 

Μετά που αρχίντσες δίαιτα κι έχασις 25 κιλά και γίνκες σαν δοκάρ, ντιπ δεν μ΄ άρισες - το ξέρς.  

«Πώς γίνηκες έτσ γαμώ τον αντιχριστόμ;» σι έλεγα τότε, «σαν αυτά τα ξυλάγκουρα τς Victoria's Secret είσι». 

«Ιγώ το μωρόμ το θέλω φουσκωτό, να χου να πιάνου» σι έλεγα, «ισένα φουβάμι να σι πιάσω μην κάντς κάνα κρακ ξαφνικά και σπάεις». 

«Άμα θέλτς φουσκωτό να πας να πάρς ένα στρώμα» μ΄ ειρωνεύκες, ενώ με απείλτσες ότι θα με απαρατήεις για τουν Θύμιου που είχι του Παντουπωλείο, κι όλο σε γυρόφερνε η κιαρατάς. 

Ζηνοβία, ακόμα σι γυροφέρν τούτος ο χλιάρας; 

Κοίτα μην μάθω ότι τα μπλιξες μ΄ αυτόν, θα σι πάρει και θα σι σκώσ κακομοίραμ.

Θα ρθω στου Νταρντανουχώρ και θα τα φτιάσω ούλα λίμπα!

Σ΄αφήνω τώρα γιατί συγχύσκα και θα αρχίσω τς χριστοπαναγίες. Είμι ουξύθυμος πουλύ. Μι ξέρς. 

Άιντε, γράψι μι κι ισύ κάποια στιγμή. 

I love you σαρμαδάκιμ.


Η Βαλιντίνος