Τρίτη 26 Αυγούστου 2014

Ο παππούς

Τον παππού τον γνωρίσαμε σε μια όμορφη παραλία του νομού Λάρισας στα μέσα Ιουλίου. Είχαμε πάει για ελεύθερο κάμπινγκ. Ο παππούς ήταν αδύνατος, με κίτρινο μουστάκι απ' το τσιγάρο και φορούσε ένα ωραίο ψάθινο καπέλο. Α ναι, φορούσε κι ένα μαγιό. 

Είχαμε μόλις στήσει τις σκηνές μας όταν μας... επισκέφτηκε. 

«Από πού είστε;», ρώτησε και στρώθηκε στην άμμο. «Από τη Λάρισα». 

Στην αρχή μας κακοφάνηκε που έσκασε μύτη στο μέρος μας έτσι απ' το πουθενά -είχαμε στήσει τις σκηνές μας μακριά από τους υπόλοιπους κατασκηνωτές γιατί θέλαμε την ησυχία μας- αλλά γρήγορα αντιληφθήκαμε ότι είχε ανάγκη να κουβεντιάσει με κάποιον. 

Εν τω μεταξύ, ήταν η πρώτη φορά που μας έβλεπε σε κείνο το μέρος -στο οποίο, όπως μας είπε αργότερα, είναι «μόνιμος κάτοικος» και γνωρίζει τους πάντες-, οπότε ήθελε να μας «τσεκάρει» μιας και ήμασταν οι μόνοι απ' όσους βρίσκονταν εκεί που δεν γνώριζε. 

Το μάτι του παππού «έπαιζε». Μιλούσε διαρκώς στα κορίτσια της παρέας -στα αγόρια μιλούσε μόνο όταν ήθελε τσιγάρο- και τα ρωτούσε γιατί φοράνε μαγιό. 

«Πόσο χρονών είσαι εσύ;», ρώτησε κάποια στιγμή την φίλη μου τη Μ.  
«Εικοσιένα».
«Εικοσιένα; Και τι το θέλεις το μαγιό; Βγάλ' το!». 

Κάγκελο η Μ. 

«Πόσο καιρό μένεις εδώ παππού;» τον ρώτησα κάποια στιγμή μπας και του αποσπάσω την προσοχή από τα κορίτσια, που είχαν φρικάρει με αυτά που τους έλεγε. 
«Από το 2003», κορδώθηκε. «Έφυγα από τη Γερμανία το 2003 και ήρθα εδώ. Είπα στη γυναίκα μου "γυναίκα, φκιάσε τη βαλίτσα, φεύγω". Και έφυγα».
«Και τη γυναίκα σου την άφησες στη Γερμανία;».
«Ε, ναι! Μαζί μου θα την έπαιρνα;». 

Μορφή ο παππούς! 

«Και γιατί γύρισες στην Ελλάδα; Συνέβη κάτι ή απλά σου την έδωσε;» συνέχισα. 
«Καρδιά», απάντησε κοιτώντας τη θάλασσα. «Ούτε 3 χρόνια δεν μου έδινε ο γιατρός στη Γερμανία. Και έχουν περάσει 11 από τότε. Τελικά, και στην Ελλάδα και στη Γερμανία, μαλάκες είναι οι γιατροί. Δώσε τσιγάρο».

Του έδωσα. 

«Αναπτήρα δεν θα μου δώσεις; Πώς θα ανάψω, με τις πέτρες;». 

Του πέταξα τον αναπτήρα. 

Κρατούσε και μια κούπα στο χέρι του ο παππούς. Ρουφούσε αργά-αργά το περιεχόμενό της. 

«Τι έχεις μέσα στην κούπα;» τον ρώτησε κάποια στιγμή ο φίλος μου ο Κ.
«Θες να δοκιμάσεις;».
«Όχι».
«Ε, τότε μη ρωτάς».

Σκάσαμε στα γέλια. 

O παππούς έσβησε το τσιγάρο στην άμμο, κατέβασε μια γουλιά από την κούπα του και σηκώθηκε όρθιος. Στράφηκε σε μένα και στον Κ.

«Να τα προσέχετε τα κορίτσια» είπε, «άμα δεν τα προσέχετε τα κορίτσια, την κοπανάνε. Γεια χαρά».

Γεια χαρά, παππού. Συνέχισε να περπατάς ξυπόλυτος στην άμμο με το ψάθινο καπέλο σου και την κούπα σου, πειράζοντας τα κορίτσια. 

Σε γουστάρω τρελά. Επειδή ζεις ελεύθερος.