Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2017

Σημειώσεις ενός Λαρισαίου νεομετανάστη στην Σουηδία (γράμμα στους συμπολίτες μου: part 2)

Ο κομαντάντε ξαναγράφει γράμμα στους συμπολίτες του αφενός επειδή του λείπουν τέρμα και αφετέρου επειδή το πρώτο γράμμα είχε τρελό σουξέ. Αν δεν είσαι Λαρισαίος μην συνεχίσεις αυτό το κείμενο. Ευχαριστώ. 

Αρέ τι δεν καταλαβαίντς αρέ παλιόσκλο; Πάτα!


*Ρουφηξά φρέντου ισπρέσου 


Αγαπητοί συμπουλίτες, 


Ψες που λέτι χάθκα στς δρόμοι τς ξενιτιάς. Να μου πεις, εδώ χανόμαν στη Λάρσα, στην ξενιτιά δεν θα χανόμαν; 


Θυμάμι μια φουρά που ήθιλα να πάω απ' του Άλουμπαρ στου Περίπου να βρω ένα γκομινάκ, κι χάθκα κι ικεί. Μση ώρα μι πιρίμενε το κουρίτσ. Είμι ντιπ αποπροσανατόλιστος, του ξέρω. 


Τέλους πάντων.


Βρισκόμαν που λέτι στη μέσ του πουθινά εδώ στου Νόρσεπινγκ, και δεν ήξιρα κατά πού να κάνω. Φρικάρσα ντιπ!


Τόσο απιπλπισμένος ήμαν, που πήρα τηλέφουνο τη μάναμ:


«Μάνα χάθκα στ Σουηδία. Τι να φτιάσω τώρα;»


«Α είσαι ντιπ αλαφροίσκιωτος εσύ», μι λέει η μάναμ.


«Μάνα πες μι τι να φτιάσω, έχω σαλτάρ ντιπ σι λέου».

«Πού είσι τώρα;».

«Γιατί ρε μάνα, σάματς άμα σι πω που είμαι θα καταλάβς;».

«Αρέ πες πού είσι αρέ !». Τα πήρε η μάναμ κρανίο.

«Σ' ένα πουτάμ. Βλέπου κάτι πάπιες».

«Κάτσε ικεί και κοίτα τς πάπιες, μουσχάρ!».

«Ρε μάνα μ κοροϊδέυς; Δεν ξέρω κατά πού να πλαλήσω σι λέου!».

«Βούτα στου πουτάμ και πλάλα με τς πάπιες. Μι ήθελες και Σουηδία τσουμπάνε. Ε τσουμπάνε!», σιχτίρσε η μάναμ κι με κλεισε του τηλέφουνο στα μούτρια.

«Αρέ τι θα φτιάσω τώρα μοναχόσμ γαμώ τον αντιχριστόμ;», σκέφκα. «Στου πουτάμ θα κοιμθώ με τς πάπιες;»

Έκανι κι ένα κρύου ιν του μεταξύ ψες άλλο πράμα ε. Πάγωσάνε τα ποδάριαμ απ' τα αγιάζ. Κρύφκε η κοκόναμ!

Εκεί που κόντιυα να σαλταριάσω ντιπ για ντιπ, πιρνάει από μπρουστάμ μια Σουηδέζα  - ένα μανάρ ξανθό με μπλε ματ και κάτι πουδάρες δυο μέτρα. 

Πώς είνι η θκιές μας οι Λαρισαίες; Καμία σχέσ. 

Σηκώνουμε που λέτι απάν και τη λέω τ Σουηδέζα: 

«Μανάριμ χάθκα και δεν ξέρω πώς να πάω σπιτ. Θα με βοηθήεις;». 

Μι κοιτούσε σαν την χαζιά. 

«Μίλα μαρή κρεμανταλού, χάθκα σι λέου, τι δεν καταλαβαίντς;».

Τίποτα αυτήν. Τουμπέκα. 

«Α πάτα από δω γαμώ το κέρατός γαμώ, μουγκοθόδωρι». 

Ιυτυχώς, εκείνη την ώρα μι πήρε η Νίκος τηλέφουνο, η φίλοσμ απ τ΄ Λάρσα που μένουμι μαζί.

«Πού είσαι αρέ μαλάκα γαμώ τον αντιχριστός γαμώ, και πλαλάω εδώ κι δυο ώρες μοναχόσμ;» .

«Χάθκες αρέ;» μι λέει. 

«Αμ τι έκανα!». 

«Πες μου πού είσι να ρθω να σι πάρω». 

«Σ' ένα πουτάμ με πάπιες».

«Πιρίμενε εκεί, έρχουμι».

«Σώνει».

Αρέ τι ήταν αυτό που τράβκσα; Άμα ξαναβγώ ιγώ μοναχόσμ ιδώ στα ξένα να με φτύεις!

Άι τα λέμε πάλι.