Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2017

Σημειώσεις ενός Έλληνα νεομετανάστη (Σουηδία, προσωπικός αριθμός και ακατάσχετη Νταρκίλα)

Το πιο δύσκολο πράγμα στην Σουηδία είναι να καταφέρεις να αποκτήσεις τον προσωπικό αριθμό· το personnummer, όπως λέγεται στα σουηδικά. 

Χωρίς προσωπικό αριθμό, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα στην Σουηδία. Δεν μπορείς να βρεις δουλειά, σπίτι, ενώ σου απαγορεύεται ακόμα και η εγγραφή σε γυμναστήριο. 

Αυτό το τελευταίο αποτελεί για μένα τεράστιο πλήγμα, καθώς είμαι τούμπανο και φιτ, και δεν μπορώ άμα δεν πάω τέσσερις-πέντε ώρες γυμναστήριο την μέρα· φρικάρω. 

Για τους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η διαδικασία απόκτησης του προσωπικού αριθμού είναι κάπως πιο εύκολη από ό,τι για τους ανθρώπους που κατάγονται από χώρες που δεν ανήκουν σε αυτήν. 

Το τι τραβάνε οι άνθρωποι που έρχονται από χώρες που δεν ανήκουν στο τσιφλίκι του Σόιμπλε, του Γιούνκερ, του Μοσκοβισί και των άλλων Ευρωπαίων... ευεργετών δεν λέγεται. Έχω ακούσει απίστευτες ιστορίες. 

Πάντως, μην φανταστείτε πως η διαδικασία απόκτησης του προσωπικού αριθμού είναι ευκολάκι για τους ανθρώπους που κατάγονται από χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 

Δεν μπαίνεις δηλαδή στην εφορία ή στον ΟΑΕΔ και τους λες «Γεια σας, είμαι πολίτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ήρθα να πάρω τον προσωπικό αριθμό», και αυτοί σου τον δίνουν, ανοίγοντάς σου ταυτόχρονα τα πόδια. Καμία σχέση. 

Η φάση έχει τρελή αναμονή και απαιτεί τεράστια υπομονή και ψυχραιμία. 

Σήμερα κλείνω εννιά μέρες στην Σουηδία. 

Μένω στο Νόρσεπινγκ, μια επαρχιακή πόλη μιάμιση ώρα από την Στοκχόλμη, φιλοξενούμενος σε σπίτι φίλων. 

Ήρθα στην Σουηδία χωρίς να έχω κλείσει κάποια δουλειά από την Ελλάδα· ήρθα ντουγρού και με το νταηλίκι, και ό,τι βγει. 

Όπως καταλαβαίνετε, προσωπικό αριθμό δεν έχω. 

Από την ημέρα που ήρθα στο Νόρσεπινγκ, έχω πάει τρεις φορές στον ΟΑΕΔ και δυο φορές στην εφορία· αφού πλέον με φωνάζουν «κομαντάντε». 

Στον ΟΑΕΔ έκανα αίτηση για προσωπικό αριθμό, δίνοντας την διεύθυνση κατοικίας μου -έκανα δηλαδή registration- και όλα τα απαραίτητα στοιχεία μου, ώστε να αρχίσω να υφίσταμαι ως Σουηδός πολίτης.   

Στο μεταξύ, άρχισα να ψάχνω και για δουλειά. 

Την πρώτη μέρα που ήρθα γνώρισα έναν Έλληνα, τον Χ., ο οποίος δουλεύει part time για μια εταιρία εδώ στην πόλη που μένω. 

Η δουλειά του Χ. είναι να μοιράζει εφημερίδες από σπίτι σε σπίτι. Ο Χ. δουλεύει τρεις ώρες την ημέρα, έξι μέρες την εβδομάδα, και ο μισθός του είναι ικανοποιητικός - συντηρείται. 

Με τον Χ. πήγαμε μαζί στην εταιρία για να με συστήσει στον -ας τον πούμε- υπεύθυνο προσωπικού.

Ο υπεύθυνος προσωπικού ήταν ένας χαμογελαστός και πολύ ευγενικός άνθρωπος από το Πακιστάν.  

Για να μην τα πολυλογώ, ο Πακιστανός μου είπε πως, για να με προσλάβει στην εταιρία και να ξεκινήσω να δουλεύω, θα πρέπει πρώτα να αποκτήσω προσωπικό αριθμό.

Όχι μόνιμο προσωπικό αριθμό -αυτός θέλει μήνες για να βγει-, προσωρινό· ο προσωρινός προσωπικός αριθμός βγαίνει πιο γρήγορα -σού έρχεται περίπου στον ένα μήνα-, και, εκτός από την δυνατότητα να προσληφθείς κάπου, έχεις και στον ήλιο μοίρα. Διαφορετικά -χωρίς καν το προσωρινό νούμερο-, είσαι φάντασμα, και για τους Σουηδούς δεν υπάρχεις. Τα είπαμε στην αρχή. 

«First you take the four numbers -τέσσερα ψηφία είναι ουσιαστικά ο προσωπικός αριθμός (τρελή μανούρα για τέσσερα κωλοψηφία, γάμησέ τα), then you come here and start working for me», μου είπε χαρακτηριστικά ο Πακιστανός. 

Να μην ξεχάσω να αναφέρω πως ο Πακιστανός «ψήθηκε» να με προσλάβει με συνοπτικές εξαιτίας του Χ., τον οποίο φάνηκε να κατασυμπαθεί, οπότε το λιγότερο που έχω να κάνω είναι να τον ευχαριστήσω. 

Χ., σ' ευχαριστώ. ΣΕΒΟΜΑΙ.

Αν δεν υπήρχε ο Χ. και έσκαγα μύτη στον Πακιστανό έτσι στο ξεκάρφωτο, θα μου έδινε τον πούλο ασυζητητί. 

Τέλος πάντων, τώρα είμαι στην φάση που περιμένω πότε θα μου έρθει ο προσωρινός προσωπικός αριθμός για να ξεκινήσω δουλειά· θα μοιράζω κι εγώ εφημερίδες από σπίτι σε σπίτι, κι έτσι θα βγάζω τα προς το ζην και θα αρχίσω να ψάχνω σπίτι, ενώ σκοπεύω να ξεκινήσω και μαθήματα σουηδικών που είναι δωρεάν. (Γάμησέ τα, διευθυντής σε καμιά τράπεζα ήθελα να γίνω βασικά αλλά δεν με έκαναν τα καριόλια οι Σουηδοί, οπότε στράφηκα στον Πακιστανό.).   

Στο μεταξύ -όσο περιμένω-, κάνω διάφορα πράγματα. 

Εξερευνώ την πόλη, γεύομαι ωραία φαγητά, δοκιμάζω κρασιά και μπύρες από όλο τον κόσμο, κάνω τα ψώνια μου, γνωρίζω καινούριους ανθρώπους, γράφω σαν τον πούστη, πλένω τα πιάτα στο σπίτι των παιδιών -ρίχνω και καμιά λάτρα πού και πού-, ψάχνω για άλλες δουλειές, χαζεύω μουνιά στο πανεπιστήμιο. Ωραία είναι. 

Η Σουηδία -από ό,τι έχω καταλάβει εγώ μέχρι τώρα αλλά και από εμπειρίες άλλων ανθρώπων που συζητάμε- είναι μια πανέμορφη αλλά δύσκολη χώρα· όσοι σκοπεύετε στο μέλλον να μεταναστεύσετε στην πατρίδα του Μπέργκμαν, του Ιμπραϊμοβιτς και του ΙΚΕΑ, να θυμάστε ότι σαν χώρα έχει πολύ περίμενε και θέλει τρελή υπομονή. 

Προσωπικά, δεν έχω σκοπό να το βάλω εύκολα κάτω. 

Ήρθα στην Σουηδία με σκοπό να μείνω, και θα κάνω ό,τι χρειαστεί για να το πετύχω. 

Το ενδεχόμενο επιστροφής στην Ελλάδα, τουλάχιστον αυτή την περίοδο -γιατί αργότερα δεν ξέρω, μπορεί να κουραστώ και να θέλω να γυρίσω-, φαντάζει εφιάλτης και μου προκαλεί πανικό.  

Μου λείπει η οικογένειά μου, μου λείπουν οι φίλοι μου, μου λείπει να καπνίζω όπου και όποτε γουστάρω (οι ομογενείς που διαβάζουν τώρα αυτές τις γραμμές θα πρέπει να έχουν ξεσκιστεί στα γέλια με το «νεούδι» που δεν έχει ούτε δέκα μέρες στην ξενιτιά και του βγαίνει ήδη νοσταλγία αλλά δεν πειράζει), μου λείπουν πολλά.  

Αλλά, όπως έγραψε κι ο Ηλίας Πετρόπουλος, «η χώρα μου με κουρελιάζει». 

Και να φανταστείτε, ο Ηλίας Πετρόπουλος δεν έζησε καν στην εποχή που τα Μνημόνια -και η απόλυτη, ταπεινωτική και εξευτελιστική επιτροπεία- δεν τελειώνουν ποτέ. 

Πού να ζούσε κιόλας. 

(Θα τα λέμε συχνά.)

(Από το Νόρσεπινγκ για το προτεκτοράτο, Γιόνας Γιόνανσον Ντάρκο.)