Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2013

"Μαύρη μέρα, μαλάκα, μαύρη"

Θυμώνω με όσους δεν θυμώνουν. Θυμώνω και με μένα που δεν θυμώνω όσο θα έπρεπε. 


Η ώρα 6 το απόγευμα. Σχεδόν όρμησα στη συγκέντρωση. Έψαξα τους δικούς μου. Εκείνο που ήθελα περισσότερο εκείνη την ώρα ήταν να μοιραστώ το θυμό μου με αυτούς που αγαπάω. Να βγάλω από μέσα μου όλο το θυμό και όλη τη θλίψη και όλη τη μαυρίλα της ημέρας που μου πλάκωνε το στήθος. Που με έπνιγε. Ασφυξία. Βρήκα τους δικούς μου.

Οι δρόμοι γεμάτοι κόσμο. Συνθήματα, μπάτσοι, ντουντούκες, τύμπανα, πανό. Και οργή. Οργή να φαν' κι οι κότες. Πρόσωπα τσαλακωμένα από θυμό. Μια κοπέλα βάφει με σπρέι την τράπεζα: θάνατος στον φασισμό. Ύστερα απομακρύνεται. Μπαίνει στο μπουλούκι. Την κοιτάζω. Τα μάτια της γυαλίζουν. Ολονών τα μάτια γυαλίζουν. Γροθιές στον αέρα. Τον σκίζουν.

Η πορεία φτάνει στα γραφεία των ναζί. Τα ΜΑΤ καραδοκούν και ελλοχεύουν λίγο παραδίπλα. Ένας ΜΑΤατζής γελάει με έναν αναρχικό που προσπαθεί να σπάσει κάτι, δεν θυμάμαι τι. Ο ΜΑΤατζής γελάει. Γελάει χλευαστικά. Νόμιζα πως οι ΜΑΤατζήδες δεν μπορούν να γελάσουν - μπορούν μόνο να δείρουν.

Η πορεία συνεχίζει. Περνάει κάτω απ' τα γραφεία των ναζί. Τίποτα. Ψυχή. Η πορεία συνεχίζει.

Οι δρόμοι έχουν γεμίσει φωνές. Μια κοπέλα δεν φωνάζει τα συνθήματα, τα ουρλιάζει. Ξελαρυγγιάζεται. Μέχρι κι Παύλος θα την άκουσε. Δεν μπορεί, σίγουρα θα την άκουσε.

Αντιφασισμός. Πλημμύρισε η πόλη αντιφασισμό. Άγρια η ομορφιά.

Γιαγιάδες χειροκροτούν με πάθος μετά το σπάσιμο μιας τράπεζας - εικόνα που δεν έχω ξαναδεί στη Λάρισα. Γροθιές στον αέρα και γροθιές σφιγμένες έτοιμες να τα λιανίσουν όλα. Ο θυμός κατακλύζει την πόλη.

Τυχαίνει να περάσω δίπλα από έναν ταξιτζή που παραπονιέται για το σπάσιμο μιας τράπεζας. Του ουρλιάζω μες στα μούτρα πως οι ναζί δολοφόνησαν έναν άνθρωπο κι αυτός ασχολείται με τζάμια. Δεν μιλάει. Δεν βγάζει κιχ ο πούστης. Κιχ.

Έχω χάσει τους δικούς μου. Περπατάω μόνος μου ανάμεσα σε αγνώστους που είναι θυμωμένοι. Πολύ θυμωμένοι. Είμαι κι εγώ θυμωμένος. Οι άγνωστοι είναι κι αυτοί δικοί μου. Ο θυμός ενώνει τους ανθρώπους.

Δεν είναι κακό πράγμα ο θυμός. Όταν θυμώνεις σημαίνει πως έχεις ψυχή - πως είσαι ψυχωμένος. Αλίμονο σ' αυτούς που δεν θύμωσαν και που δεν ένιωσαν το στομάχι τους να τραντάζεται όταν οι φασίστες έφαγαν λάχανο έναν νέο άνθρωπο. Αλίμονο.

Η πορεία κάπου τελειώνει. Ο κόσμος διαλύεται. Βρίσκω τη Δ. Περπατάμε πλάι-πλάι χωρίς να μιλάμε. Μαυρίλα. Στα σπλάχνα μέσα. Και οι δυο.

Γυρίζω σπίτι. Ανοίγω το λάπτοπ. Θέλω να βάλω τις σκέψεις μου σε τάξη, θέλω να γράψω. Αδυνατώ. Ολιγωρώ. Μπλοκάρω. Κλείνω το λάπτοπ.

Μαύρη μέρα, μαλάκα, μαύρη.

(Στον Π. - μάγκα μου, δεν θέλω να σε ξαναδώ έτσι)