Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2014

Χθες το βράδυ στην ταβέρνα

Χθες το βράδυ πήρα τη φίλη μου την Ε. και το φίλο μου το Μ. και βγήκαμε έξω. Οι τρεις μας σπάνια βρισκόμαστε στην ίδια πόλη πλέον, οπότε χθες ήταν μια μοναδική ευκαιρία να συναντηθούμε και να ανταλλάξουμε απόψεις πάνω στη θεωρία του διεθνιστικού σοσιαλισμού, αλλά και να αναλύσουμε το φαινόμενο της ανόδου των ακροδεξιών παρατάξεων εις την Ευρώπη· για να συζητήσουμε κάτι τέτοια βγαίνουμε εμείς, όχι για να ξεσκιστούμε στη μάσα και για να γίνουμε ντίρλα - αυτά είναι για τους πληβείους. 

Συναντηθήκαμε ώρα ενάτη εις την κεντρική πλατεία και -για να μην μας κουτσουλίσει κάνα περιστέρι στο δόξα πατρί- αποφασίσαμε γρήγορα γρήγορα να πάμε σε μια ταβέρνα. Ωστόσο στο δρόμο ο Μ. δέχτηκε απρόκλητη επίθεση από 15 νεαρές κορασίδες που ούρλιαζαν το όνομά του και του ζητούσαν επίμονα αυτόγραφο -ενώ παράλληλα τραβούσαν και τα βυζιά τους-, οπότε πέρασε κάνα μισάωρο ώσπου να φτάσουμε στον προορισμό μας.  

Σε αυτό το σημείο -επειδή θα απορείτε- πρέπει να σας εξομολογηθώ πως ο Μ. είναι μουσικός και μέλος του συγκροτήματος που εκπροσώπησε πέρυσι το έθνος μας εις την Eurovision - γι' αυτό και η επίθεση από τις πυρωμένες νεαρές. Όσοι παρακολουθήσατε την περσινή Eurovision, θα ενθυμείσθε πως το συγκρότημα του Μ. είχε παρουσιαστεί στη σκηνή με φούστες. Τούτου δοθέντος, περίμενα πως ο Μ. θα εμφανιζόταν στο ραντεβού μας φορώντας φούστα, θέλοντας έτσι να διατηρήσει επάνω του τη λάμψη του διαγωνισμού. Τελικά, και προς μεγάλη μου απογοήτευση, ενεμφανίσθει με παντελόνι - το ίδιο και η Ε. που είναι άθεη και αριστερή.  

Εν πάση περιπτώσει, μετά από σαράντα κύματα εισήλθαμε τελικά εις το ταβερνείο και το ευγενικό γκαρσόνι έκρινε ορθό και πρέπον να μας βάλει να καθίσουμε στο τραπέζι ακριβώς δίπλα απ' την πόρτα, με αποτέλεσμα εγώ που είμαι κρυουλιάρης να ξεπαγιάζω και να ρίχνω γαμωσταυρίδια, χαλώντας την υπέροχη ατμόσφαιρα. Επιπλέον, αρκετοί θαμώνες της ταβέρνας, καθώς εξέρχονταν αυτής, αμελούσαν επιδεικτικά να κλείσουν την θύρα πίσω τους, με συνέπεια οι υπόλοιποι να πουντιάζουμε και να στολίζουμε τις μαμάδες τους με σχόλια που καλό είναι να μην αναφέρω.

Εν τω μεταξύ, στον τοίχο δεξιά από το τραπέζι μας, δέσποζαν παντού φωτογραφίες που απεικόνιζαν έναν βλοσυρό και ευτραφή κύριο -που θύμιζε πολιτευτή του ΛΑΟΣ- παρέα με εξέχουσες προσωπικότητες του θεάτρου και της τηλεόρασης. Ξεχώρισα τους Γρηγόρη Αρναούτογλου, Λάκη Λαζόπουλο και Γιώργο Κιμούλη - τόσο εξέχουσες προσωπικότητες. Πάντως, από τις φωτογραφίες μου φάνηκαν όλοι τύφλα - είχαν όλοι τους ένα εντελώς βλαμμένο ύφος. 

Ζητήσαμε από τον σερβιτόρο κόκκινο κρασί και ξεκινήσαμε να συζητάμε για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους και το ενδεχόμενο άτακτης χρεοκοπίας, αλλά γρήγορα διαπιστώσαμε πως αυτά είναι πολύ βαρετά πράγματα για τρεις νέους ανθρώπους, οπότε πιάσαμε την κουβέντα για τη Εurovision. Ο Μ., υποκύπτοντας στις ασφυκτικές πιέσεις που του άσκησε η Ε., αποκάλυψε τελικά το όνομα του καλλιτέχνη που θα εκπροσωπήσει την πατρίδα μας στον φετινό διαγωνισμό -έχει έγκυρες πηγές και είναι πάντα ενημερωμένος για τα καίρια ζητήματα του έθνους-, αλλά δεν θα σας πω τίποτα και θα σας αφήσω να σκάσετε από την αγωνία, για μην χαλάσω την έκπληξη. Πάντως, είναι ένας εξαιρετικός καλλιτέχνης - με την προϋπόθεση βέβαια να μην τραγουδάει και να μην χορεύει. 

Λίγο μετά άρχισαν τα όργανα. Η ορχήστρα έπαιζε ένα τραγούδι που ο Μ. επέμενε πως ανήκει στον Κώστα Καραφώτη, ενώ εγώ και η Ε. -συγκλονισμένοι που υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που ενθυμούνται τον Κώστα Καραφώτη- ήμασταν σίγουροι πως το λέει ο Κώστας Μακεδόνας. Μόλις ο τροβαδούρος της ταβέρνας ξεκίνησε να άδει τους στίχους, ο Μ. πείστηκε πως το τραγούδι ανήκει στον Κώστα Μακεδόνα - πάλι καλά, γιατί στο τέλος θα θυμόταν και κάναν Τσάκα. 

Το κρασί ήταν καλό αλλά οι τηγανιτές πατάτες ήταν ακόμα καλύτερες. Κάποια στιγμή -και ενώ είχα μπουκωθεί καμιά δεκαριά πατάτες- ο Μ. έσκυψε στο αυτί μου και μου είπε πως ο μπουζουκτσής τραγουδάει λες και έχει ρουφήξει μπαλόνι με ήλιον. Αφού κόντεψα να φτύσω τις πατάτες στο πάτωμα από τα γέλια, εκθείασα τον Μ. για το εύστοχο σχόλιό του - πράγματι, ο μπουζουκτσής τραγουδούσε σαν να είχε μόλις ρουφήξει ένα μπαλόνι γεμάτο ήλιον. Ήταν τόσο αστείο, που κόντευε να σπάσει το στομάχι μου. Ωστόσο, τα καλύτερα δεν τα είχαμε ζήσει ακόμα. 

Λίγο μετά σηκώθηκε ένας νεαρός από το απέναντι τραπέζι και πλησίασε την ορχήστρα. Ο νεαρός φορούσε ένα κολλητό ροζ πουκάμισο -ανοιγμένο ως τις ρώγες- και ο γιακάς σχεδόν του κάλυπτε τα αυτιά. «Τι είναι αυτό, ρε μαλάκα;» αναρωτήθηκε φωναχτά ο Μ. Τον επέπληξα για την αθυροστομία του και συμπλήρωσα «πώς είναι έτσι ο κάγκουρας, γαμώ τον Χριστό του;». 

Το ροζ πουκάμισο ψιθύρισε κάτι στο αυτί του μπουζουκτσή και πήρε το μικρόφωνο. «Ωχ» μούγκρισε ο Μ. Κάθισε στη σκάλα του μαγαζιού, ακριβώς απέναντι από την ορχήστρα, έφερε το μικρόφωνο στο στόμα του και -εν μέσω χειροκροτημάτων και ζητωκραυγών που προέρχονταν μόνο από την παρέα του- άρχισε να τραγουδάει. Ήταν τόσο φάλτσος ο κακομοίρης, που ντρεπόμουν να τον κοιτάξω - ο Μ. και η Ε., έτσι όπως τους έβλεπα, δεν μπορούσαν να αποφασίσουν αν πρέπει να γελάσουν ή να κλάψουν. 

Το ρεπερτόριο του νεαρού περιείχε Μιχάλη Χατζηγιάννη, Παντελή Παντελίδη και Μιχάλη Χατζηγιάννη - το ντύσιμό του βέβαια μαρτυρούσε από πριν το τι θα ακούγαμε. Δεν θυμάμαι για πόση ώρα τραγουδούσε - εκείνο που θυμάμαι είναι πως δεν έλεγε να σταματήσει με τίποτα. Με την Ε. και τον Μ. καταλήξαμε στο συμπέρασμα πως όσο πιο ατάλαντος είναι κάποιος, τόσο περισσότερο θάρρος -και θράσος- έχει. 

Ο ροζ νεαρός έκλεισε το σόου με το «Αν μου τηλεφωνούσες». Καλά, εκεί τα έδωσε όλα. Θάνατος η φωνή του - στην κυριολεξία. Τον καταχειροκρότησαν όλοι οι θαμώνες του μαγαζιού - προφανώς ανακουφίστηκαν οι άνθρωποι που σταμάτησε να τραγουδάει. Όταν επιτέλους πήγε και παλουκώθηκε στο τραπέζι του, πήραμε ανάσα.  

Στο καπάκι άρχισε πάλι να τραγουδάει ο μπουζουκτσής. Εντάξει, εκεί κοντέψαμε να λιποθυμήσουμε από τα γέλια. Δεν είχαμε προλάβει καλά καλά να συνέλθουμε από τον προηγούμενο - ήταν λες και μας τιμωρούσαν. «Πού το κρύβει ο μπαγάσας το μπαλόνι με το ήλιον;» ρώτησα την Ε. «Ναι, τέλειες οι πατάτες!» μου απάντησε όλο ενθουσιασμό. Ήταν φανερό πως τα αυτιά της είχαν πάθει ζημιά - με τόσα φάλτσα εκεί μέσα, ευτυχώς που δεν κουφάθηκε. 

Αποτελειώσαμε το κρασί και τα φαγητά, πληρώσαμε το λογαριασμό, φορέσαμε τα μπουφάν μας και βγήκαμε έξω άρον άρον. Με το που έκλεισε η πόρτα πίσω μας, σκάσαμε στα γέλια. Γελούσαμε για κάνα δεκάλεπτο, σταματούσαμε για λίγο, μετά κοιταζόμασταν και ξανασκάγαμε στα γέλια. Σε όλη τη διαδρομή για το σπίτι γελούσαμε μέχρι δακρύων. Ακόμα πονάει το πρόσωπό μου. 

Στην Ε. και στο Μ.