Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2014

Σκέψεις κάτω από τον ήλιο

Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια: η χώρα μετράει τεσσεράμισι χρόνια χρεοκοπίας, οι υπεύθυνοι για την χρεοκοπία της χώρας δεν έχουν οδηγηθεί στην Δικαιοσύνη -αντιθέτως, σχεδόν όλοι είναι στις θέσεις τους και τρώνε με χρυσά κουτάλια, με αποτέλεσμα ο κάθε Έλληνας να νομιμοποιείται να κάνει ό,τι γουστάρει- και οι ζωές των πολιτών εξαθλιώνονται όλο και περισσότερο. 

Αυτά σκεφτόμουνα σήμερα το πρωί, καθώς περνούσα γαλαζόπετρα στις καρυδιές και στις κερασιές, ενώ ο ήλιος έκαιγε από ψηλά. 

Κάτι άλλο που σκεφτόμουνα είναι πως, μια χώρα που διώχνει τους νέους της, δεν μπορεί παρά να είναι σκατόψυχη. 

Σκατόψυχη χώρα η Ελλάδα λοιπόν. 

Εν τω μεταξύ, η σκατοψυχιά αυτής της χώρας τώρα τελευταία έχει χτυπήσει ταβάνι, αφού το μόνο που την απασχολεί είναι να έρθουν πίσω τα Γλυπτά του Παρθενώνα. Για τους εκατοντάδες χιλιάδες νέους που τα τελευταία χρόνια αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στο εξωτερικό -και δεν πρόκειται να έρθουν ποτέ πίσω- δεκάρα δεν δίνει. Χέστηκε πατόκορφα. 

Το γαμάτο με την Ελλάδα είναι πως χρειάζεται την βοήθεια των ξένων -και συγκεκριμένα της ξυλόκοτας της Αμάλ Αλαμουντίν- προκειμένου να της επιστρέψουν οι Βρετανοί κάτι που της έχουν κλέψει. Δηλαδή, εκτός από σκατόψυχη, η Ελλάδα είναι και καθυστερημένη. Τι καθυστερημένη, γκάου τελείως. 

Κάτι τέτοια σκεφτόμουνα, ενώ τα παπούτσια μου, τα χέρια μου και το πρόσωπό μου ήταν τίγκα στην γαλαζόπετρα. Μούρτζος είχα γίνει. «Μούρτζος». Φοβερή λέξη, ε; 

Μετά έκανα ένα μισάωρο διάλειμμα για τσιγάρο -αυτό δεν ήταν τσιγάρο, μπάφος ήταν- και σκέφτηκα πως αυτός που εκφράζει την ελπίδα στην σημερινή Ελλάδα είναι ο Σταύρος Θεοδωράκης. 

Κατάντια. Μόνο που το σκέφτηκα, με έπιασαν τα γέλια. Ή τα κλάματα, δεν είμαι σίγουρος. 

Ύστερα έφερα στο μυαλό μου τους φίλους μου. Όλοι -όλοι όμως- σκέφτονται να μεταναστεύσουν. 

Βασικά, απορώ πώς δεν το έχουν κάνει ακόμα. Ελπίζω να πάρουν γρήγορα την απόφαση και να σηκωθούν να φύγουν από την Ελλάδα, για να τους ακολουθήσω κι εγώ. Μόνος μου δεν θέλω να φύγω. Θα πάθω κατάθλιψη. 

Όταν τελείωσε το διάλειμμα, σηκώθηκα, πήρα τον κουβά με την γαλαζόπετρα στο ένα χέρι και την βούρτσα στο άλλο και συνέχισα τη δουλειά μου. 

Επίσης, συνέχισα να κάνω σκέψεις. Διάφορες.

Δεν θα σας τις πω τώρα όμως, γιατί θέλω να πάω για καφέ. 

Αντιός.