Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2017

Σημειώσεις ενός Λαρισαίου νεομετανάστη στην Σουηδία (γράμμα στους συμπολίτες μου: part 4)

Ο κομαντάντε γράφει και τέταρτο γράμμα στους συμπολίτες του γιατί μπορεί. Δεν θα μπω στον κόπο να επαναλάβω πως οι παρακάτω γραμμές απαγορεύεται να διαβαστούν από αναγνώστες που δεν έχουν καταγωγή από Λάρισα, γιατί και που το λέω εσείς κάνετε το δικό σας -έχω άπειρες καταγγελίες από Λαρισαίους αναγνώστες που έχουν πιάσει επ' αυτοφώρω Αθηναίους, Θεσσαλονικιούς και Πατρινούς να διαβάζουν τις Σημειώσεις ενός Λαρισαίου νεομετανάστη (μιλάμε για θράσος)-, οπότε το κείμενο που ακολουθεί είναι ελεύθεροι να το διαβάσουν οι πάντες. 

Ιμπρός, διαβάστε να ιδώ τι θα καταλάβετε, μαλακουκαύληδες!


*Ρουφηξά φρέντου ισπρέσου 


Αγαπητοί συμπουλίτες (αλλά και ανεπιθύμητ προυτευουσιάν),


Συνέβ κάτι προυτόγνωρο την περασμέν Παρασκευή ιδώ στου Νόρσεπινγκ. 

Ας πάρουμι τα πράγματα από την αρχή.

Επισκέφκα που λέτι μια εκκλησά ιδώια κουντά στου σπιτ, για να προυσευχηθώ. 

Είχα να προυσευχηθώ ιιιιιι χρόνια·  αφού δεν θυμόμαν καν τα lyrics. Άτσα, να το και του αγγλικό. 

Τι νόμζες; Μουναχά για κουρνίζα το χω του προφίτσενσυ; 

«Αρέ τι δλειά έχεις εσύ να παέντς στις εκκλησές άθιος άνθρουπος;», σας ακούω να ρουτάτι. 

Γιατί, η Αλιέξης η Τσίπρας τι δλειά είχε να παέν στου Σκουπευτήριο τς Κισαριανής να αφήσ λουλούδια; Πω πω, σας απουστόμωσα τώρα ντιπ ε. Δεν σας χάλασι. 

Μπαίνουντας που λέτι στην εκκλησά, βλέπου μπρουστά απ΄ του ιερό -αντί για παπά- τέσσερις μαυρουφορεμένους Νορβηγούς με βιουλιά και κιθάρες στα χέρια (φουτό)

«Αρέ πού μπήκα αρέ, σε εκκλησά ή στου Φάληρο;», σκέφκα. 

Ιν του μεταξύ, έτσι που ήταν ντυμέν οι Νουρβηγοί μες στην κακιά μαυρίλα, νόμζα ότι κλαίγαμι κάναν πεθαμένου. 

Ήταν και του κλίμα έτσι κάπως πιρίεργο-λες κι ήταν Μιγάλ Παρασκιυή κι έκλιγάμε τον Χριστό-, με απουτέλεσμα να μι σηκωθεί η τρίχα κάγκιλο. Σκιάχκα ντιπ!

Τέλους πάντουν, στρώνω τον κώλομ σ' ένα στασίδ εκεί πέρα, για να δω τι θα φτιάσουν οι Βίκινγκς - σκέφκα ότι μπορεί να ήταν τίποτα φιλέλληνες και να έριχναν κάναν Τσιτσάνη. 

Αρχινάν που λες οι Νορβηγοί να παίζουν κάτι πεθαμενατζίδικα - σ' έρχονταν να αυτοκτονήεις! 

«Αρέ τι φτιάνετε αρέ χαζομσόχαζ;», αρχίνισα ιγώ να φουνάζω, «δεν καθόμαν σπίτ να ακούσω Μπουφίλιου άμα ήταν έτσ;». 

Τίπουτα αυτοί. Το βιολίτς. 

Η τραγουδιάρα ιν τω μεταξύ- αντί για ξώβυζο, μίνι φούστα και δωδεκάπουντο- να φουράει ένα μακρύ κατάμαυρου ράσο, λες κι ήταν η Παπαγιάντς απ' του Μιταξοχώρ! (Γεια σου πατρίδα ευλογημένη!) 

Αφού αντί για γαρύφαλλα σ' έρχονταν να τς πιτάξεις κόλλυβα.

«Αρέ θα μας ρίξετε ζγκατάθλιψ γαμώ τον αντίχριστό σας» σνέχισα ιγώ να φουνάζω, «παίξτι κάναν Κουντουλάζο να μερακλώσουμι, να γουστάρουμι». 

Εκεί αυτοί. Τα πεθαμενατζίδικα. Ρε πού μπλιέξαμι με τς αυτοκτονικοί γαμώ τον αντιχριστόμ.

Μπέσα τώρα, ένιουθα λες κι έπαιζα στην «10η εντολή» του Κοκκινόπουλου· αυτό μουρέ του σήριαλ στην τηλιόραση που σκουτώνονται ούλοι αναμεταξύτς. 

«Αρέ επειδή ισείς έχετι να ιδείτε ήλιο καμιά πενηνταριά χρόνια και καταπίνετε τα μουρλόχαπα με τς χούφτις, θα μας φτιάσετε κι εμάς σαν τα μούτρα σας;». 

Τίπουτα. Μλούσες δεν μλούσες, στ' αρχίδιατς. 

Μες στην εκκλησά ιν του μεταξύ να μην ακούγετι κιχ. Κοιτούσαν ούλοι απουσβολωμέν τς πεθαμενατζήδες. 

«Αρέ τι κοιτάτε σαν τα όρνια αρέ χαζομσόχαζ; Ούτε την Παπαρίζου στην Γιουρουβίζιον να βλέπατι», γύρισα και τις είπα. Καλά τς είπα. 

Αφού είδα κι απόειδα, σκώθκα απάν, κουκλώθκα, και ρίχνοντας δυο φάσκιλα στς πεθαμενατζήδες έκανα μεταβουλή κι έφυγα. 

Ακούς ικεί να παίζουν μουσική μες στην εκκλησά τα παλιόσκλα. Τι το κάναμε ιδώ πέρα αρέ; «Στην υγειά μας» με τουν Σπύρου Παπαδόπουλου;

Ε ρε Σεραφείμ Πειριώς που σας χρειάζιτι παλιοπούστηδοι!

Άι γεια.