Σάββατο 2 Ιουνίου 2012

Φόνος και παράνοια στο Πλακομούνι Αρκαδίας

Ο Μάκης Στουρνοκωλάς σιγόπινε τον τούρκικο καφέ του στο γεμάτο από κερασιές χωράφι του. Ήταν η εποχή της συγκομιδής και ο Μάκης ένιωθε πολύ κουρασμένος να βλέπει τους Αλβανούς εργάτες του να καψαλίζονται απ' τη ζέστη σκαρφαλώνοντας στις κερασιές, όσο εκείνος κοπροσκύλιαζε πίνοντας καφέ και καπνίζοντας όλη μέρα. Αποφάσισε να πάει μια βόλτα. Ήθελε να σκεφτεί. Ήθελε να σκεφτεί τη γυναίκα του, την Έρση Τέρψη. Ο γάμος τους περνούσε κρίση. Η Έρση Τέρψη συμπεριφέρονταν περίεργα τελευταία. Κάθε φορά που ο Μάκης Στουρνοκωλάς έκανε να την αγγίξει, εκείνη του πετούσε το απαράμιλλο <<Αγάπη μου, έχω πονοκέφαλο>> και γύριζε πλευρό. Δεν ήξερε πως να το ερμηνεύσει. Μια φορά θυμάται τον αγαπούσε, τώρα βροχή, μια φορά θυμάται του μιλούσε, τώρα σιωπή. Ίσως, σκεφτόταν, να υπήρχε άλλος. Και μόνο η σκέψη του ροκάνιζε τον εγκέφαλο. 




Το Πλακομούνι Αρκαδίας ήταν ένα πάρα πολύ μικρό χωριουδάκι με ελάχιστους κατοίκους - 10.800.000 να ήταν όλοι κι όλοι. Οι άνθρωποι γνωρίζονταν μεταξύ τους και όλοι μισούσαν και κουτσομπόλευαν ο ένας τον άλλον - τα συνηθισμένα που γίνονται δηλαδή σε όλες τι μικρές κοινωνίες. Έτσι, ο Μάκης Στουρνοκωλάς, που σαν άνθρωπος ήταν ο <<Για ένα κούτελο ζούμε όλοι>>, δεν ήθελε με καμία Παναγία -αλλά και με κανέναν Χριστό- να κυκλοφορήσει στο χωριό η υποψία πως η Έρση Τέρψη μπορεί και να τον απατά. Με λίγα λόγια τα κρατούσε όλα μέσα του και δεν έβγαζε κιχ. Ορισμένοι συγχωριανοί του βέβαια διέκριναν μια συννεφιά στο πρόσωπό του και, μια μέρα, στο καφενείο του χωριού, ο Σταύρος Κοψοχρονιάς που ήταν ιδιαίτερα παρατηρητικός και πονηρός τον ρώτησε, <<Γιατί είσαι δύσθυμος τελευταία, Μάκη;>>, και ο Μάκης, μην ξέροντας τι πάει να πει <<Δύσθυμος>>, χαμήλωσε το κεφάλι του και σώπασε, γεννώντας έτσι στο πονηρό μυαλό του Σταύρου Κοψοχρονιά ισχυρές υποψίες.




Την Έρση Τέρψη δεν μπορούσες να την πεις και αθώα περιστερά. Ήταν γυναίκα με φλογερό ταμπεραμέντο. Γεννημένη και μεγαλωμένη στην Αθήνα από πατέρα αλκοολικό και μάνα Πασοκτζού (δεν ξέρω τι είναι χειρότερο), η Έρση Τέρψη ύστερα από πολλές σπουδές και κάμποσα τσιμπούκια κατόρθωσε να πάρει το πτυχίο της δημοσιογραφίας. Επέστρεψε στην Ελλάδα και εργάστηκε στο περιοδικό <<Το μουνί μου κι εγώ>>, όπου με μεγάλη επιτυχία έγραφε ζώδια. Όλα δούλευαν ρολόι στη ζωή της μέχρι την κακιά στιγμή που το περιοδικό έβαλε λουκέτο, γιατί ήταν μια κωλοφυλλάδα του κερατά που δεν πουλούσε τίποτα και είχε σταματήσει να το διαβάζει μέχρι και η τελευταία χαζογκόμενα.
Τότε άρχισαν και τα οικονομικά της βάσανα. Η Έρση Τέρψη δυσκολευόταν να βρει άλλη δουλειά και είχε άμεση ανάγκη χρημάτων. Ένα βράδυ που έπνιγε τον πόνο της στον Πλούταρχο, συνέβη το μοιραίο: Στο απέναντι τραπέζι καθόταν ο Μάκης Στουρνοκωλάς. Την ώρα που ο Πλούταρχος ερμήνευε το <<Αγορίτσι μου>>, ο Μάκης Στουρνοκωλάς σηκώθηκε απ' το τραπέζι του νταλκαδιασμένος, και με το πουκάμισο ανοιγμένο ως τον αφαλό έριξε μια ζεμπεκιά άλλο πράμα. Η Έρση Τέρψη καταγοητεύτηκε, κατέβασε το ουίσκι της μονοκοπανιά και πλησίασε τον Μάκη Στουρνοκωλά. <<Είσαι αληθινός άντρας. Μου αρέσουν οι αληθινοί άντρες>>, του δήλωσε. <<Και 'συ είσαι φίνο γκομενάκι>> αποκρίθηκε εκείνος και της πέταξε ένα ρουφηχτό που έκανε τον Πλούταρχο να πηδήξει 2 κουπλέ. 4 μήνες μετά, σ' ένα μικρό και γραφικό εκκλησάκι, την Ροτόντα, παντρεύτηκαν.




Ήταν ένα βροχερό μεσημέρι Κυριακής και ο Μάκης Στουρνοκωλάς έριχνε Χριστοπαναγίες στο χωράφι του. Η ξαφνική μπόρα που είχε ξεσπάσει του ξέσκισε όλα τα μπουρλά (σ.σ. ποικιλία κερασιών). Σιχτίριζε λοιπόν και αναρωτιόταν ουρλιάζοντας γιατί ο Θεός τα είχε βάλει μαζί του. Ο Θεός δεν απαντούσε κι έτσι αποφάσισε να τηλεφωνήσει στον καλύτερό του εργάτη, τον Αντόνι Κλέβι. Ούτε όμως και ο Κλέβι απαντούσε. Άναψε τσιγάρο και πήρε στα χέρια του ένα μπουρλό. Έμεινε να το κοιτάζει με θλιμμένο ύφος. Άφησε μια τελευταία Χριστοπαναγία να γλιστρήσει απ' το στόμα του. Ύστερα μπήκε στο αμάξι του και πήρε το δρόμο για το σπίτι αποφασισμένος να κουβεντιάσει με την Έρση Τέρψη. Θα απαιτούσε εξηγήσεις.




Ακολουθεί απαραίτητο διευκρινιστικό διάλειμμα.




Ο Μάκης Στουρνοκωλάς έβλεπε τον Αντόνι Κλέβι σαν τον γιο που ποτέ δεν απέκτησε. Ο Αλβανός δούλευε 14 ολόκληρα χρόνια για τον Μάκη Στουρνοκωλά. Ο Αντόνι Κλέβι ήταν έμπιστος, εργατικός, ικανός και καλόψυχος. Ο Μάκης Στουρνοκωλάς τον λάτρευε και κάθε φορά που έφερνε στο μυαλό του την πρώτη τους συνάντηση βούρκωνε. Ήταν χειμώνας και ο Μάκης Στουρνοκωλάς περνούσε με το αγροτικό του από τη γέφυρα του χωριού. Εκεί στεκόταν ο Αντόνι Κλέβι με ρούχα ξεσκισμένα -του τη πέσαν κάτι σκυλιά ενώ ερχόταν με τα πόδια από το Τεπελένι όπως αποκάλυψε αργότερα στον Μάκη- και μάτια τουμπανιασμένα από την κούραση. Ο Μάκης Στουρνοκωλάς κάτι ένιωσε γι' αυτό το βασανισμένο παιδί. Σταμάτησε και κατέβασε το παράθυρο του αυτοκινήτου. <<Πως σε λένε;>>, του φώναξε. <<Αντόνι Κλέβι>>>. Το επίθετο του Αλβανού δημιούργησε στον Μάκη Στουρνοκωλά ορισμένες αμφιβολίες. Ύστερα είπε: <<Δουλειά θες;>>. <<Ναι!>> έλαμψε ο Αντόνι Κλέβι και πήδηξε στην καρότσα του αγροτικού. Από εκείνη τη στιγμή και μετά οι 2 τους έγιναν κώλος και βρακί. (Παρακάτω θα διαπιστώσετε πως, τελικά, έγιναν σκέτο κώλος.) 




Τέλος απαραίτητου διευκρινιστικού διαλείμματος.




Ο Μάκης Στουρνοκωλάς είχε μόλις παρκάρει το αυτοκίνητό του και ετοιμαζόταν να μπει στο σπίτι, αποφασισμένος -κατά κάποιο τρόπο- να κερδίσει πίσω τη γυναίκα του. Έξω η βροχή μαστίγωνε τους δρόμους. Ο Μάκης Στουρνοκωλάς ήταν κυριευμένος από μια γλυκιά μελαγχολία. Συλλογιζόταν τα λάθη του. Θυμήθηκε τότε που έσπασε στο ξύλο την Έρση Τέρψη επειδή αρνούνταν να ψηφίσει Νέα Δημοκρατία. Ήταν λάθος του. Έπρεπε να την είχε σκοτώσει, σκέφτηκε. Μπήκε στο σαλόνι. Πουθενά η Έρση Τέρψη. Μπήκε στην κουζίνα. Τίποτα. Άφαντη η Έρση Τέρψη. Ανέβηκε τις σκάλες που οδηγούσαν στην κρεβατοκάμαρα. Άκουσε κάτι περίεργους ήχους να βγαίνουν από 'κει. Κοντοστάθηκε. Πλησίασε λίγο ακόμα. Τώρα μπορούσε να ακούσει καθαρά. Ναι. Ήταν οι αναστεναγμοί και τα πνιχτά βογγητά της Έρσης - κάτι που είχε να ακούσει από καιρό. Πλησίασε πιο κοντά στην πόρτα και ήσυχα ήσυχα την έσπρωξε - ίσα για να δει. Το θέαμα που αντίκρισε τον χτύπησε σαν τσουνάμι: Η Έρση Τέρψη καβαλούσε τον Αντόνι Κλέβι στο ίδιο του το κρεβάτι. Οι 2 τους είχαν βυθιστεί σε ένα κεραυνοβόλο πάθος και γεύονταν ο ένας τη σάρκα του άλλου παραδωμένοι στη δίνη του έρωτα που δεν λογάριαζε τίποτα, παρά μόνο υπέκυπτε στις παρορμήσεις των εραστών (τι γράφω, ρε πούστη;). Ο Μάκης Στουρνοκωλάς παρέλυσε, ένιωσε τον κόσμο κάτω απ' τα πόδια του να χάνεται σαν να πήγαινε πρώτη μέρα στο σχολείο, Αύγουστος, και στην καρδιά του το θερμόμετρο έδειχνε μείον 2. Συγνώμη, παρασύρθηκα. Ο Μάκης Στουρνοκωλάς κατέβηκε αργά αργά τις σκάλες. Μπήκε στην αποθήκη. Έβγαλε απ' τη θήκη το τουφέκι. Ήταν αποφασισμένος. Θα τους καθάριζε. Ανέβηκε ξανά τις σκάλες. Έδωσε μια με το πίσω μέρος του όπλου στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας και όρμησε μέσα. Η Έρση Τέρψη χάζευε ξαπλωμένη το ταβάνι καπνίζοντας. Ήταν γυμνή και φρεσκογαμημένη. Ο Αντόνι Κλέβι μάλλον ήταν στην τουαλέτα και έπλενε το πράμα του. Ο Μάκης Στουρνοκωλάς όπλισε το τουφέκι του. Η Έρση Τέρψη πρόλαβε να αφήσει ένα μακρόσυρτο ουρλιαχτό λίγο πριν τα μυαλά της ζωγραφίσουν τους τοίχους του δωματίου. Ο Αντόνι Κλέβι έτρεξε μέσα από την τουαλέτα. Κοίταξε την τουφεκισμένη Έρση Τέρψη, ύστερα τον Μάκη Στουρνοκωλά. Σάστισε. Ψέλλισε μερικά σπαστά ελληνικά και μετά βρέθηκε κι αυτός με μια σφαίρα στο κεφάλι.




Την επομένη το Πλακομούνι Αρκαδίας βούλιαζε στο πένθος. Όχι βέβαια για τον άδικο χαμό της Έρσης και του Αντόνι Κλέβι. Για τους Πλακομουνιώτες, η Έρση Τέρψη ήταν μια πουτάνα Αθηναία που αν δεν την έπαιρνε ο Μάκης δεν θα είχε ούτε βρακί να βάλει στον κώλο της, και ο Αντόνι Κλέβι ένας Αλβαναράς που βρωμούσε κι έκλεβε κότες. Το Πλακομούνι Αρκαδίας βούλιαζε στο πένθος διότι κανένας κάτοικος του χωριού δεν περίμενε πως ο Μάκης Στουρνοκωλάς, -<<Το καλύτερο μπουρλό του ντουνιά>> όπως τον αποκαλούσαν-, θα είχε μια τέτοια τραγική κατάληξη. Το δικαστήριο καταδίκασε τον Μάκη Στουρνοκωλά σε  τετράκις ισόβια κάθειρξη - εντάξει, θα έβγαινε και θα είχε όλη τη ζωή μπροστά του μετά. 

Χουντολαγνεία

Στην Γ.Α.Δ.Α οδηγήθηκε η κόρη του Νίκου Μιχαλολιάκου και άλλα 5 μέλη της Χρυσής Αυγής, αφού χθες λίγο μετά τα μεσάνυχτα, τα μέλη του κόμματος επιτέθηκαν σε αλλοδαπό εργαζόμενο ψητοπωλείου και τον έκαναν τούμπανο στο ξύλο.

Το θεληματικό προγούλι με το Ναζιστικό πηγούνι, Ουρανία Μιχαλολιάκου, πιστή στις Δημοκρατικές αρχές που -από κούνια- της μετέφερε ο πατέρας της, απέδειξε πως τα κορίτσια της Χρυσής Αυγής δεν αστειεύονται. Δέρνουν. 

Δημοσιογραφικές πληροφορίες αναφέρουν πως ο αλλοδαπός ξυλοκοπήθηκε έως την ώρα που στο σημείο της επίθεσης κατέφθασαν δυνάμεις της αστυνομίας για να συλλάβουν τους ομοϊδεάτες τους, όχι γιατί άσκησαν βια στον αλλοδαπό, αλλά γιατί δεν τον σκότωσαν. 

Ο υπερήφανος πατέρας και αρχηγός της Χρυσής Αυγής, Νίκος Μιχαλολιάκος, παρενέβη τηλεοπτικά για το θέμα και ισχυρίστηκε πως η επίθεση έγινε 4 χιλιόμετρα μακριά από 'κει που βρισκόταν τα μέλη του, ενώ αρνήθηκε κατηγορηματικά οποιαδήποτε ανάμιξη της Χρυσής Αυγής σε περιστατικά βίας, επικρίνοντας τους Χρυσαυγίτες με στολή (σ.σ. τους αστυνομικούς) για την στάση τους.

Το να είσαι αρχηγός σ' ένα κόμμα που για δόγμα του έχει τη βια και να αρνείσαι μονίμως οποιαδήποτε σχέση με αυτήν, είναι, -αν όχι γελοίο και υποκριτικό-, ηλίθιο. Είναι σαν να σε ψεκάζουν χημικά σε πορεία κι εσύ να ζητάς βοήθεια από τα ΜΑΤ.

(Τώρα που τα χουντοκάναλα φιλοξενούν σε καθημερινή βάση στα τηλεπαράθυρά τους τα στελέχη της Χρυσής Αυγής, ακόμα και ο τελευταίος βλάκας θα καταλάβει πως δεν τους χρειάζεται ψήφος, αλλά ένας καλός ψυχίατρος.)