Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013

Στην Κ.

Αγόρασα μια μπύρα από το περίπτερο και κατευθύνθηκα προς το αρχαίο θέατρο - κατά την ταπεινή μου άποψη είναι ένα από τα πιο όμορφα μέρη της Λάρισας. Φτάνοντας εκεί, διαπίστωσα πως η ΕΛΜΕ Λάρισας πραγματοποιούσε συγκέντρωση - το κατάλαβα από τα πανό και τα μεγάφωνα. Ένα τεράστιο πλήθος καθηγητών ήταν μαζεμένο εκεί - το πολύ να ήταν 30 άτομα. Εδώ είμαστε, μουρμούρισαΣτρώθηκα σ' ένα πεζούλι, άναψα τσιγάρο και άνοιξα τη μπύρα μου. Έφερα ένα γύρο το βλέμμα μου και αυτό έπεσε πάνω σε αρκετούς καθηγητές μου από το λύκειο. Τους αναγνώρισα σχεδόν αμέσως, μέχρι και τα επίθετά τους θυμήθηκα - εκείνοι πάλι δεν κατάλαβαν Χριστό. Οι περισσότεροι έπιναν μπύρα και συζητούσαν μεταξύ τους σαν μια ωραία παρέα - βέβαια, στο σχολείο δεν τους χαρακτήριζε τόση κοινωνικότητα, γιατί συνήθως σιχαίνονταν ο ένας τον άλλον και ο καθένας πήγαινε και καθόταν κάπου μόνος του στα διαλείμματα, οπότε τώρα που τους είδα έτσι έφτασα στο συμπέρασμα πως οι μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης τους έφεραν κοντά. Τα μεγάφωνα έπαιζαν το <<Όταν σφίγγουν το χέρι>>. Μου άρεσε η ατμόσφαιρα - η νύχτα ήταν γλυκιά. Ξαφνικά, βλέπω την Κ. - η Κ. έχει κανονικό όνομα, απλώς δεν το γράφω ολόκληρο για να μην καταλάβει πως μιλάω γι' αυτήν και πάθει κάναν έρωτα. Αμέσως βγάζω το κινητό μου από την τσέπη και τηλεφωνώ στη φίλη μου τη Μ. - η φίλη μου η Μ. δεν έχει κανονικό όνομα, βαφτίστηκε έτσι, <<Μ.>>.

<<Είμαι στο αρχαίο θέατρο, έχουν συγκέντρωση οι εκπαιδευτικοί και μάντεψε ποια είναι εδώ!>> λέω  στη Μ. με ακράτητο ενθουσιασμό. 
<<Η Μαριάννα Ντούβλη>> μου απαντάει.
<<Τι λες μωρή ηλίθια;>>. 
<<Γιατί; Κι αυτήν στο χώρο της εκπαίδευσης ανήκει. Με την ευρύτερη έννοια>>.
<<Είναι εδώ η Κ.! Από το λύκειο!>>, ανακοινώνω με ακόμα πιο ακράτητο ενθουσιασμό, παραβλέποντας τις αρλούμπες της. 
<<Ποια Κ.; Ποιο λύκειο;>>, με προσγειώνει η Μ. 
<<Η φιλόλογος που είχαμε στη δευτέρα λυκείου, ρε μπάζο!>> την γειώνω εγώ. 
<<Α, η αγαπημένη μου! Να πας να της μιλήσεις και να της δώσεις πολλά φιλιά και από μένα, ακούς;>>.
<<Μωρέ εγώ να της μιλήσω και να της δώσω και φιλιά, εκείνη όμως θα με θυμάται; Φαντάζεσαι να την πλησιάσω και να την αρχίσω στα ματς-μουτς, και εκείνη να με κοιτάει λες και το έσκασα από κάνα αναμορφωτήριο;>>.
<<Δεν ξέρω για σένα, εμένα πάντως σίγουρα θα με θυμάται>>. 
<<Ναι, επειδή την έγλυφες συνέχεια, βούρλο>>.
<<Κλείσε τώρα το τηλέφωνο και πήγαινε να της μιλήσεις>>, αποκρίθηκε εκείνη κι εγώ έκανα αυτό που με προέτρεψε - της έκλεισα το τηλέφωνο στη μούρη. 

Έμεινα να κοιτάζω την Κ. σαν χάνος. Ντρεπόμουν πολύ να πάω να της μιλήσω - πάντα ντρέπομαι τους ανθρώπους που σέβομαι και εκτιμώ. Η Κ. δεν είχε αλλάξει καθόλου από την τελευταία φορά που την είχα δει - από την δευτέρα λυκείου δηλαδή. Ήταν το ίδιο όμορφη και είχε το ίδιο γλυκό χαμόγελο καρφωμένο στο πρόσωπό της - επιπλέον, είχε φοβερό στυλ, κάτι που δεν χαρακτηρίζει ιδιαίτερα τους εκπαιδευτικούς. Τα μαλλιά της ήταν κατακόκκινα και λυμένα - μια φορά στην τάξη της είχα πει πως ομορφαίνει όταν λύνει τα μαλλιά της. Την κοίταζα λοιπόν και σκεφτόμουν πως μου ήταν αδύνατον να πάω να της μιλήσω - άσε που ήμουν ήδη στην τέταρτη μπύρα και έχανα κάπως τα λόγια μου. Η τεράστια αδυναμία που είχα στην Κ. ως μαθητής -και όχι μόνο- οφείλονταν στο γεγονός πως ήταν μια καθηγήτρια που με ξεστράβωνε και με έκανε να πιστεύω πως έχω κι εγώ κάποια αξία σ' αυτή τη ζωή - και θα της είμαι αιώνια ευγνώμων γι' αυτό. Ακόμα, θαύμαζα την ομορφιά του πνεύματός της - σε στιγμές νόμιζα πως είχα καθηγήτρια τη Μαλβίνα Κάραλη. Ως καλλιεργημένος και έξυπνος άνθρωπος, η Κ. είχε απίστευτο χιούμορ και αυτοσαρκαζόταν άγρια - το τελευταίο σπάνια το συναντάς σε μια γυναίκα. Επίσης, δεν θα ξεχάσω ποτέ τις ατάκες που πετούσε για τον διευθυντή και τους υπόλοιπους καθηγητές - χτυπιόταν όλη η τάξη από τα γέλια. Η γυναίκα ήταν θεά. Και μας έδειχνε τον ουρανό. Όχι το βούρκο.

Χτύπησε το κινητό μου. Ήταν η Μ. 
<<Τι 'ναι πάλι γαμώ το στανιό σου;>>, απάντησα ευγενικά. 
<<Τι έγινε; Της μίλησες;>>. 
<<Όχι>>. 
<<Κότα!>>. 
<<Πάντως, είναι ακόμα μεγάλη τυπάρα. Και γύναικος>>.
<<Σου ρίχνει είκοσι χρόνια, σύνελθε>>. 
<<Με τα καλοκαίρια μέσα;>>.
<<Χωρίς>>. 
<<Κλείσε, μου ήρθε κατούρημα>>. 

Κάνα μισάωρο μετά, τα ηχεία έπαιζαν Ξυλούρη, Πότε θα κάνει ξαστεριά - την ίδια απορία εξέφραζα κι εγώ απευθυνόμενος στην ουροδόχο κύστη μου. Η ώρα κόντευε 12 τα μεσάνυχτα και οι καθηγητές άρχιζαν σιγά σιγά να αποχωρούν. Η Κ. ήταν ακόμα εκεί κι εγώ δεν είχα σκοπό να φύγω πριν από κείνη. Έστριψα ένα τσιγάρο, το έφερα στο στόμα μου, και αφού το άναψα κοίταξα το πανό απέναντί μου: Δεν περισσεύει κανείς. Σκέφτηκα για λίγο το λόγο που οι εκπαιδευτικοί πιστεύουν πως δεν περισσεύει κανείς - νομίζω πως είναι λάθος από τη μεριά των εκπαιδευτικών να πιστεύουν κάτι τέτοιο. Οπωσδήποτε, όταν μια χώρα έχει χρεοκοπήσει -και, φυσικά, δεν μιλάω μόνο για οικονομική χρεοκοπία- και οι πολίτες της επιλέγουν να οδηγηθούν στην αλληλοεξόντωση από το να διεκδικήσουν δικαιοσύνη και αξιοπρέπεια -επιτρέποντας με αυτόν τον τρόπο στην πολιτική και οικονομική ελίτ που νέμεται την Ελλάδα να αλωνίζει-, όλοι περισσεύουμε. Και όχι μόνο περισσεύουμε, αλλά είμαστε και για τον πούτσο - αυτά δεν τα γράφω επειδή τα πιστεύω αλλά επειδή θέλω να εντυπωσιάσω την Κ. σε περίπτωση που με διαβάζει. Άδειασα το κεφάλι μου από τέτοιες σκέψεις και επέλεξα να το γεμίσω με περισσότερη μπύρα - την τέταρτη την είχα κιόλας στραγγίξει (ίσα, ρε Μπουκόφσκι). Στο δρόμο για το περίπτερο χώθηκα στο πίσω μέρος ενός πάρκινγκ και κατούρησα - επιτέλους, έκανε ξαστεριά. Επιστρέφοντας στο αρχαίο θέατρο, είδα την Κ. να αποχαιρετάει τους συναδέλφους της - ετοιμαζόταν να φύγει. Εκείνη τη στιγμή αποφάσισα να πάω και να της μιλήσω -χωρίς να ξέρω ακριβώς τι θέλω να της πω- αλλά την αμέσως επόμενη στιγμή το ανέβαλα, διότι, εκτός όλων των άλλων, είμαι και κότα - καλά τα έλεγε η Μ.

Αφού αποχαιρέτησε όλους τους συναδέλφους της -και τους ελάχιστους μαθητές που είχαν μαζευτεί στο αρχαίο θέατρο-, η Κ. έφυγε. Το Πότε θα κάνει ξαστεριά είχε αντικατασταθεί από το Τους έχω σιχαθεί - ωστόσο, στο δικό μου μυαλό έπαιζε το Μια γυναίκα φεύγει, μια σωστή κυρία, για προφανείς λόγους, όπως καταλαβαίνετε. Αφού άδειασα και την πέμπτη μπύρα, σηκώθηκα και γύρισα σπίτι. Δεν μπορούσα να πιστέψω πως δεν της είχα πει κουβέντα - πως δεν είχα πει έστω ένα καλό κουράγιο σε έναν άνθρωπο που μου είχε ανοίξει τα μάτια. Ήμουν έτοιμος να σκάσω. Και τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, πάλι έτοιμος να σκάσω είμαι.

Στην Κ. και σε όλους τους εκπαιδευτικούς που γουστάρουν ουρανό και μαθαίνουν το ίδιο και στους μαθητές τους - καλή τους δύναμη και να είναι καλά.