Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2014

Ο πατέρας κι ο Στελάρας

Ο πατέρας μου έχει φοβερό κόλλημα με τον Καζαντζίδη - είναι «Καζαντζιδικός», όπως διατείνεται ο ίδιος. Την ημέρα της κηδείας του Καζαντζίδη -ήμουν γύρω στα 14-, τον θυμάμαι χαρακτηριστικά να στέκεται όρθιος μπροστά στην τηλεόραση και να παρακολουθεί με βουρκωμένα μάτια. Δεν είχε καταφέρει να πάει στην κηδεία του -το ήθελε πολύ- και ήταν απαρηγόρητος. Ένιωθε σαν να πρόδωσε έναν φίλο. 

Για τους φίλους έχω δώσει την μπουκιά απ' το στόμα μου

και τα ρούχα μου ακόμα έβγαλα απ' το σώμα μου

Ήταν Κυριακή του Πάσχα και είχαμε μαζευτεί όλοι μαζί στο σπίτι στο χωριό. Είχαμε τελειώσει με το φαγητό και τώρα πίναμε κρασί και συζητούσαμε περί ανέμων και υδάτων. Κάποια στιγμή το ραδιόφωνο έπαιξε το «Νόμιζα πως ήταν φίλοι». Ο πατέρας μου άρχισε να κλαίει - πάντα γίνεται ρημάδι με αυτό το τραγούδι. «Ωχ, άρχισε πάλι», θυμάμαι να λέει η μάνα μου βουρκωμένη και με φωνή που έτρεμε· με το που αρχίζει να κλαίει ο πατέρας μου, κλαίει κι η μάνα μου - νόμος. Εγώ και οι αδερφές μου γελούσαμε. Βασικά, έτοιμοι ήμασταν να τα μπήξουμε κι εμείς, αλλά παριστάναμε τους άνετους. 


Βοριάς είν' η αγάπη σου
και ποιος θα με γλιτώσει

Εκείνο τον Δεκαπενταύγουστο δεν είχε δάκρυα. Είχε μόνο γέλια και χαρές. Ήμασταν πάλι στο χωριό - αυτή τη φορά όμως στην πλατεία, στο πανηγύρι. Θυμάμαι τον πατέρα μου να πηγαίνει στον μπουζουκτσή και να του ψιθυρίζει κάτι στο αυτί. Λίγο μετά η ορχήστρα άρχισε να παίζει το «Με το βοριά». Είδα τον πατέρα μου να σηκώνεται από το τραπέζι και να χορεύει το ωραιότερο ζεϊμπέκικο της ζωής του. Έλαμπε από χαρά. Του χτυπούσα παλαμάκια και καμάρωνα...

«Ποιο θες να σου βάλω τώρα;». «Όποιο και να βάλεις ωραίο θα ναι».

Συχνά εκτελώ χρέη dj για την αφεντιά του. Όταν είναι στα κέφια του μου ζητάει να του παίξω «Στελάρα» από το ίντερνετ. Έτσι τον λέει τον Καζαντζίδη ο πατέρας μου: «Στελάρα». Κάθομαι λοιπόν στον υπολογιστή και του παίζω Στελάρα από το youtube. Εκείνος τραγουδάει. Πάντα βουρκωμένος, πάντα με έναν κόμπο στο λαιμό.  

Όταν ήμουν μικρός δεν τον άντεχα τον Καζαντζίδη. Για την ακρίβεια, άκουγα Καζαντζίδη και μου ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι. Κάθε φορά που επιστρέφαμε από το χωριό με το αυτοκίνητο, ο πατέρας μου -που ήξερε πως έβγαζα καντήλες με τα τραγούδια του Καζαντζίδη- έβαζε επίτηδες μια κασέτα με τις «μεγάλες επιτυχίες του Στέλιου» για να με βουρλίσει. Σε όλη τη διαδρομή τον θυμάμαι να γυρνάει το κεφάλι του στο πίσω κάθισμα -εκεί που καθόμουν εγώ δηλαδή- και να λέει «αυτά είναι τραγούδια». Η μάνα μου γελούσε από τη θέση του συνοδηγού. Tο διασκέδαζε. 

Η αλήθεια είναι πως κι εγώ το διασκέδαζα. Κρυφά. 

Το πέλαγο είναι βαθύ
κι η αγάπη είναι μεγάλη
έχω έναν πόνο στην ψυχή
και ποιος θα μου τον βγάλει 

Το κείμενο είναι αφιερωμένο στον πατέρα μου που τις προάλλες με ρώτησε «για μένα πότε θα γράψεις;»