Τετάρτη 27 Αυγούστου 2014

Εφημερίδα «Ελευθερία»: ένα μεγάλο πλυντήριο Χρυσαυγιτών

Εδώ και πολύ καιρό, διακρίνω μια συμπάθεια από τους δημοσιογράφους της «Ελευθερίας» για τα μέλη -πρώην και νυν- της Χρυσής Αυγής. Διάβαζα πρόσφατα μια συνέντευξη του Δημήτρη Κολτσίδα στην «Ελευθερία» και μου ήρθε αναγούλα. Εκτός από το ότι ο Κολτσίδας -ο οποίος παραχώρησε αυτή τη συνέντευξη με αφορμή την διαγραφή του από την Χρυσή Αυγή- αναφέρεται ως... ακτιβιστής, υπάρχουν πολλά σημεία στην εν λόγω συνέντευξη που φανερώνουν την συμπάθεια των δημοσιογράφων της «Ελευθερίας» για τους ναζί. 

Φυσικά, δεν ξεχνώ το... αφιέρωμα της «Ελευθερίας» στον πρώην βουλευτή Λάρισας της Χρυσής Αυγής Χρυσοβαλάντη Αλεξόπουλο, την περίοδο των βουλευτικών εκλογών του 2012. Στο συγκεκριμένο δημοσίευμα, ο Αλεξόπουλος -ο οποίος, σημειώστε, βρισκόταν στις τάξεις της Χρυσής Αυγής από τις αρχές '90- παρουσιαζόταν από τον δημοσιογράφο της «Ελευθερίας» ως ένας βιοπαλαιστής που ουδεμία σχέση έχει με τον ναζισμό -και μάλιστα έλεγε πως ο παππούς του κρεμάστηκε από τους ναζί-, ενώ μετά την παραίτησή του από την Χρυσή Αυγή, ο καλός βιοπαλαιστής έγινε άπειρες φορές πρωτοσέλιδο στην «Ελευθερία», σε μια προσπάθεια να «ξεπλυθεί». Μεγάλο πλυντήριο η «Ελευθερία». Πλυντήριο Χρυσαυγιτών.  

Λοιπόν, καταλαβαίνω πως οι δημοσιογράφοι της «Ελευθερίας» είναι μιας ηλικίας -για την ακρίβεια, οι περισσότεροι είναι κάτι γεροσάψαλα που τα κάνουν πάνω τους- αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούν να γράφουν ό,τι τους κατέβει χωρίς να κουνιέται φύλλο. 

Η συνέντευξη του Κολτσίδα εδώ

Το αφιέρωμα στον Αλεξόπουλο εδώ

Η «Ελευθερία» -όπως λέει η ίδια- είναι η «αρχαιότερη εφημερίδα της Λάρισας» - με τους αρχαιότερους συντάκτες και τους αρχαιότερους δημοσιογράφους, να συμπληρώσω. Όμως, αγαπητοί φίλοι, τα αρχαία δεν είναι για να τα αγοράζουμε. Τα αρχαία είναι για να τα βλέπουμε και για να τα φωτογραφίζουμε.

Μόνο ένας καθυστερημένος δεν θα μπορούσε να αντιληφθεί τον βρόμικο ρόλο της Ελευθερίας -που δεν είναι άλλος από το έντεχνο προμοτάρισμα της Χρυσής Αυγής και συγκεκριμένων μελών της- και την αλητεία των γερόντων δημοσιογράφων της. 

Μετά από όλα αυτά, δεν έχω παρά να θυμίσω το εξής: μην αγοράζετε την Ελευθερία

Η «Ελευθερία» σάπισε. Και επειδή σάπισε, βρομάει. 

Για να απαλλαγούμε από την μπόχα της «Ελευθερίας», πρέπει να σταματήσουμε να την αγοράζουμε. 

Μην αγοράζετε την «Ελευθερία». Μην αγοράζετε την αρχαιότερη εφημερίδα της Λάρισας. 

Εκτός κι αν είστε αρχαίοι. 

Τρίτη 26 Αυγούστου 2014

Ο παππούς

Τον παππού τον γνωρίσαμε σε μια όμορφη παραλία του νομού Λάρισας στα μέσα Ιουλίου. Είχαμε πάει για ελεύθερο κάμπινγκ. Ο παππούς ήταν αδύνατος, με κίτρινο μουστάκι απ' το τσιγάρο και φορούσε ένα ωραίο ψάθινο καπέλο. Α ναι, φορούσε κι ένα μαγιό. 

Είχαμε μόλις στήσει τις σκηνές μας όταν μας... επισκέφτηκε. 

«Από πού είστε;», ρώτησε και στρώθηκε στην άμμο. «Από τη Λάρισα». 

Στην αρχή μας κακοφάνηκε που έσκασε μύτη στο μέρος μας έτσι απ' το πουθενά -είχαμε στήσει τις σκηνές μας μακριά από τους υπόλοιπους κατασκηνωτές γιατί θέλαμε την ησυχία μας- αλλά γρήγορα αντιληφθήκαμε ότι είχε ανάγκη να κουβεντιάσει με κάποιον. 

Εν τω μεταξύ, ήταν η πρώτη φορά που μας έβλεπε σε κείνο το μέρος -στο οποίο, όπως μας είπε αργότερα, είναι «μόνιμος κάτοικος» και γνωρίζει τους πάντες-, οπότε ήθελε να μας «τσεκάρει» μιας και ήμασταν οι μόνοι απ' όσους βρίσκονταν εκεί που δεν γνώριζε. 

Το μάτι του παππού «έπαιζε». Μιλούσε διαρκώς στα κορίτσια της παρέας -στα αγόρια μιλούσε μόνο όταν ήθελε τσιγάρο- και τα ρωτούσε γιατί φοράνε μαγιό. 

«Πόσο χρονών είσαι εσύ;», ρώτησε κάποια στιγμή την φίλη μου τη Μ.  
«Εικοσιένα».
«Εικοσιένα; Και τι το θέλεις το μαγιό; Βγάλ' το!». 

Κάγκελο η Μ. 

«Πόσο καιρό μένεις εδώ παππού;» τον ρώτησα κάποια στιγμή μπας και του αποσπάσω την προσοχή από τα κορίτσια, που είχαν φρικάρει με αυτά που τους έλεγε. 
«Από το 2003», κορδώθηκε. «Έφυγα από τη Γερμανία το 2003 και ήρθα εδώ. Είπα στη γυναίκα μου "γυναίκα, φκιάσε τη βαλίτσα, φεύγω". Και έφυγα».
«Και τη γυναίκα σου την άφησες στη Γερμανία;».
«Ε, ναι! Μαζί μου θα την έπαιρνα;». 

Μορφή ο παππούς! 

«Και γιατί γύρισες στην Ελλάδα; Συνέβη κάτι ή απλά σου την έδωσε;» συνέχισα. 
«Καρδιά», απάντησε κοιτώντας τη θάλασσα. «Ούτε 3 χρόνια δεν μου έδινε ο γιατρός στη Γερμανία. Και έχουν περάσει 11 από τότε. Τελικά, και στην Ελλάδα και στη Γερμανία, μαλάκες είναι οι γιατροί. Δώσε τσιγάρο».

Του έδωσα. 

«Αναπτήρα δεν θα μου δώσεις; Πώς θα ανάψω, με τις πέτρες;». 

Του πέταξα τον αναπτήρα. 

Κρατούσε και μια κούπα στο χέρι του ο παππούς. Ρουφούσε αργά-αργά το περιεχόμενό της. 

«Τι έχεις μέσα στην κούπα;» τον ρώτησε κάποια στιγμή ο φίλος μου ο Κ.
«Θες να δοκιμάσεις;».
«Όχι».
«Ε, τότε μη ρωτάς».

Σκάσαμε στα γέλια. 

O παππούς έσβησε το τσιγάρο στην άμμο, κατέβασε μια γουλιά από την κούπα του και σηκώθηκε όρθιος. Στράφηκε σε μένα και στον Κ.

«Να τα προσέχετε τα κορίτσια» είπε, «άμα δεν τα προσέχετε τα κορίτσια, την κοπανάνε. Γεια χαρά».

Γεια χαρά, παππού. Συνέχισε να περπατάς ξυπόλυτος στην άμμο με το ψάθινο καπέλο σου και την κούπα σου, πειράζοντας τα κορίτσια. 

Σε γουστάρω τρελά. Επειδή ζεις ελεύθερος. 

Δευτέρα 25 Αυγούστου 2014

Σούμα

Αυτό το καλοκαίρι το πέρασα γράφοντας και διαβάζοντας. Θα ήθελα να το είχα περάσει διαφορετικά, να είχα πάει σε κάποιο νησί -στη Νάξο ή στη Μήλο για παράδειγμα- και να κυνηγάω πυρωμένες τουρίστριες να τις πηδήσω αλλά για πολλά χρόνια ζούσα «πάνω από τις δυνατότητές μου», οπότε τώρα έχω μείνει ταπί, με αποτέλεσμα να μένω στην πόλη το καλοκαίρι και να κυνηγάω πυρωμένες κατσαρίδες να τις σκοτώσω. 

Εντάξει, δεν έβγαλα όλο το καλοκαίρι στη Λάρισα - αν είχα βγάλει όλο το καλοκαίρι στη Λάρισα, τώρα θα σας έγραφα από το ψυχιατρείο. Τα έκανα κι εγώ τα μπανάκια μου. Ρακοπόταμος, Πλαταμώνας, Βελίκα, Αγιόκαμπος, τα γνωστά. 

Πάντως, για να πω την αλήθεια, δεν με χάλασε ιδιαίτερα που δεν πήγα διακοπές. Μου άρεσε που την έβγαλα έτσι, σε μια άδεια -τον περισσότερο καιρό- πόλη, μακριά από τον πολύ κόσμο, με τα βιβλία μου αγκαλιά. 

Συνειδητοποιώ ότι φέτος το καλοκαίρι διάβασα πάρα πολύ. Νομίζω δεν υπήρξε άλλο καλοκαίρι που να διάβασα τόσο. Η φτώχεια με έριξε με τα μούτρα στα βιβλία. Φωστήρας θα γίνω στο τέλος. Ντόνι Ντάρκο, ένας φτωχομπινές φωστήρας. 

Αυτό το καλοκαίρι διάβασα μπόλικη ελληνική ιστορία, οπότε, αν με συναντήσετε στο δρόμο, ρωτήστε με ό,τι θέλετε - ξέρω τα πάντα και μπορώ να σας λύσω όλες τις απορίες. Αρκεί φυσικά να σας μιλήσω.

Κάτι άλλο που συνειδητοποιώ είναι πως αυτό το καλοκαίρι το πέρασα αποκλειστικά και μόνο με τους ανθρώπους που αγαπώ. Μεγάλη υπόθεση. Τα προηγούμενα καλοκαίρια «σκορπίστηκα» με πολλούς ανθρώπους που δεν γούσταρα -μερικούς δεν ήθελα καν να τους βλέπω-, οπότε φέτος μου την έδωσε και αποφάσισα να το παίξω αλλιώς. Είναι πολύ όμορφο να περνάς το καλοκαίρι μόνο με τους ανθρώπους που αγαπάς. Στο κάτω-κάτω, τα καλοκαίρια μας είναι πολύ μικρά για να τα περνάμε με άτομα που μας γυρνάνε τ' άντερα. 

Επειδή φέτος δεν πήγα διακοπές, σκέφτομαι πως η έλευση του φθινοπώρου δεν θα μου κακοφανεί ιδιαίτερα. Ίσα-ίσα που μπορεί να με λυτρώσει κιόλας. Ενώ εσείς που γυρίσατε όλα τα νησιά και φασωνόσασταν όλη μέρα πάνω στις καυτές αμμουδιές, θα φάτε χοντρή φρίκη. Θα πέσετε στα χάπια. 

Θυμάμαι πώς ήμουν πέρυσι μετά τις διακοπές. Δεν ήθελα να μιλήσω σε άνθρωπο. Είχα σαλτάρει. 

Και μη φανταστείτε πως οι διακοπές μου ήταν ένα ατελείωτο πάρτι σε κάποιο μαγευτικό μέρος με πράσινα νερά, αρμυρίκια και τα ρέστα. Μια μικρή απόδραση από την πόλη ήταν, η οποία ωστόσο ήταν αρκετή ώστε μόλις επιστρέψω να φρικάρω.

Τώρα που το σκέφτομαι, σας λυπάμαι λίγο όλους εσάς που πήγατε διακοπές και τώρα είστε αναγκασμένοι να επιστρέψετε στις πόλεις. 

Βέβαια, πιο πολύ λυπάμαι εσάς που είστε αναγκασμένοι να επιστρέψετε στις θλιβερές δουλειές σας. Δεν ξέρω τι θα έκανα στην θέση σας. Μάλλον θα αυτοκτονούσα. 

Εν κατακλείδι, από του χρόνου το καλοκαίρι αφήστε τις διακοπές και τις μαλακίες και καθίστε σπίτι να διαβάσετε κάνα βιβλίο μπας και ξεστραβωθείτε. 

Βόδια. 

(Μη δίνετε και πολλή σημασία σε αυτά που γράφω. Κάνει φοβερή ζέστη στη Λάρισα.)

Παρασκευή 15 Αυγούστου 2014

Της Παναγίας

Με ευλάβεια, λαμπρότητα και φαιδρότητα εορτάζεται σήμερα η Κοίμηση της Θεοτόκου στην χώρα μας, λίγες μέρες μετά την Κοίμηση του Ρόμπιν Γουίλιαμς. Οι Έλληνες γιορτάζουν την Κοίμηση της Θεοτόκου -δηλαδή τον θάνατο της Παναγίας- πίνοντας, χορεύοντας και τρώγοντας του σκασμού, αλλά αυτό δεν θα πρέπει να προκαλεί απορίες, αφού είναι γνωστό πως οι Έλληνες είναι καθυστερημένοι. 

Εν τω μεταξύ, όταν ακούς «Κοίμηση της Θεοτόκου» το πρώτο πράγμα που σου έρχεται στο μυαλό είναι πως η Παναγία ήταν λίγο κουρασμένη και κοιμήθηκε, οπότε αναπόφευκτα σκέφτεσαι πως η Παναγία «τον πήρε λίγο», αλλά καλύτερα να μην λέμε τέτοια πράγματα γιατί θα φρικάρουν οι χριστιανοί νοικοκυραίοι και θα μας πάρει όλους ο διάολος. 

Οι χριστιανοί πάντως θα πρέπει κάποτε να σταματήσουν να ζητάνε από την Παναγία να βάλει το χέρι της ή να της τραγουδάνε να τους βοηθήσει να πάρουνε την Πόλη και την Αγιά Σοφιά, γιατί η Παναγία δεν πρόκειται να κάνει απολύτως τίποτα και αυτό θα πρέπει να το βάλουν καλά μέσα στο χοντροκέφαλό τους οι σαλταρισμένοι χριστιανοταλιμπάν.

Επίσης, οι χριστιανοί θα πρέπει κάποια στιγμή να σταματήσουν να δωροδοκούν την Παναγία με λεφτά και χρυσαφικά -λες και τους τα ζήτησε ή λες και τα χρησιμοποιεί η ίδια και όχι το παπαδαριό-, ενώ θα πρέπει κάποτε να πάψουν να ανεβαίνουν με τα γόνατα στην Παναγία της Τήνου, γιατί μπορεί αυτά τα πράγματα να μοιάζουν φυσιολογικά στους περισσότερους Έλληνες αλλά δεν είναι - είναι εντελώς κουλά και μας πάνε 500 χρόνια πίσω.  

Η Παναγία είναι ίσως το πιο αγαπημένο ιερό πρόσωπο των Ελλήνων κι αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι την έχουν συνεχώς στο στόμα τους, αφού όταν πλακώνονται λέει ο ένας στον άλλον «γαμώ την Παναγία σου», οπότε αντιλαμβανόμαστε ότι όχι μόνο την έχουν κορώνα στο κεφάλι τους -μιας και την αναφέρουν συνέχεια- αλλά και ότι ο κάθε Έλληνας ξεχωριστά έχει την δική του Παναγία. 

Τον Δεκαπενταύγουστο στις εκκλησίες της Ελλάδας επικρατεί το αδιαχώρητο, αφού εκατομμύρια πιστοί σε όλη την επικράτεια φοράνε τα καλά τους και μπουκάρουν στις εκκλησίες μαζικά ώστε να τιμήσουν την Μεγαλόχαρη -με αποτέλεσμα να πέφτουν αναρίθμητες χριστοπαναγίες-, αλλά έτσι όπως την τιμούν, φορώντας την Άρτα και τα Γιάννενα, σου δημιουργείται η εντύπωση πως η Παναγία δεν ήταν η Παναγία αλλά μια σκυλού μπουζουκόβια ξεκωλιάρα με τρέσα στο μαλλί και δωδεκάποντο. Σαν την Πάολα δηλαδή. 

Πάντως, δεν θα πρέπει να προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι οι Έλληνες μεταμορφώνονται σε τσίρκα για να γιορτάσουν την Κοίμηση της Θεοτόκου -και μπερδεύουν την εκκλησία με τον Μαζωνάκη-, αφού στην Ελλάδα υπάρχει κάτι πολύ πιο διαχρονικό από τον χριστιανισμό: η κακογουστιά. 
Και μην ακούσω πως όλοι αυτοί οι λούμπεν κλαρινογαμπροί και όλες αυτές οι λούμπεν κλαρινογκόμενες που συναντάμε στην εκκλησία τον Δεκαπενταύγουστο είναι καλοί χριστιανοί, γιατί θα πάρω ανάποδες - αν αυτοί είναι καλοί χριστιανοί, τότε εγώ είμαι η Μαίρη Παναγιωταρά, μια εργαζόμενη μητέρα, μια καλή νοικοκυρά. Γεια σου υπέροχε Λουκιανέ!

Εν πάση περιπτώσει, πολύ διάσημη στις μέρες μας είναι η Παναγιά η Εφοριατζού που μπουκάρει στα σπίτια των Ελλήνων πολιτών με το έτσι θέλω και κάνει ελέγχους, ενώ εξίσου διάσημη είναι και η Παναγιά η Σέλφι που βγάζει μόνη της φωτογραφίες τον εαυτό της κάτω από την πανσέληνο γιατί έχει τον ανθρωποδιώκτη και κανένας άλλος δεν θέλει να την φωτογραφίσει.

Την Παναγιά την Εφοριατζού και την Παναγιά την Σέλφι ακολουθεί η Παναγιά η Συφοριασμένη που είναι φτωχιά και δεν έχει να πληρώσει τον ΕΝΦΙΑ, ενώ τρελό σουξέ στους Λαρισαίους έχει η Παναγιά η Αλόγα η Βυσσινί που ασχολείται ακόμα με το ποδόσφαιρο και τρέχει στις προπονήσεις της ΑΕΛ και ξελαρυγγιάζεται.

Άντε και του χρόνου! 

(Αυτό το κείμενο γράφτηκε στην υπέροχη πλατεία του γραφικού Μεταξοχωρίου. Όποιος δεν έχει έρθει στο Μεταξοχώρι αδικεί τον εαυτό του - λέω την ίδια ατάκα που είπε ο Τσίπρας για το Άγιον Όρος μπας και συγκινήσω κάναν αποβλακωμένο μικροαστό. Είναι η πρώτη φορά που γράφω στην πλατεία του χωριού μου και -όπως καταλαβαίνετε- είμαι συγκινημένος τα μάλα· επίσης, είμαι πολύ συγκινημένος που έχουμε ίντερνετ στην πλατεία του χωριού - αυτό θα πει ανάπτυξη. Εν τω μεταξύ -και για να επιστρέψω στα του χριστιανισμού-, χθες μια γιαγιά εδώ στο Μεταξοχώρι μου είπε πως οι γυναίκες δεν επιτρέπεται να φιλάνε τις εικόνες στην εκκλησία όταν έχουν περίοδο. Το ξέρατε εσείς αυτό; Εγώ πάντως πρώτη φορά το άκουσα και κόντεψε να μου πέσει το σαγόνι. Τέλος πάντων, θα τελειώσω τον καφέ μου και θα πάω να βρω την κυρά Δέσποινα -έτσι την λένε τη γιαγιά- για να την ρωτήσω αν επιτρέπεται να τις φτύνουν. Σε περίπτωση που βάλει τα κλάματα, θα της πω «σώπασε κυρά Δέσποινα, και μην πολυδακρύζεις. Πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα ναι». Είδατε; Όλα τα έχω σκεφτεί. Φιλιά!)