Τρίτη 27 Αυγούστου 2013

Η Μελίτα

Εδώ και καιρό έχω μια κατσαρίδα στο σπίτι μου. Είναι καφετιά και χοντρή. Από αυτές που τις βλέπεις και σου σηκώνεται η τρίχα κάγκελο. Την έχω ονομάσει Μελίτα - όχι για κάποιον ιδιαίτερο λόγο, απλώς, μου αρέσει το όνομα.

Η Μελίτα είναι το πρόσωπο(;) με το οποίο πέρασα τις περισσότερες ημέρες του καλοκαιριού - είχα ένα συναρπαστικό καλοκαίρι, όπως καταλαβαίνετε- και, πλέον, μπορώ να πω με σιγουριά πως γνωριζόμαστε καλά - γνωρίζω τη Μελίτα καλύτερα απ' ό,τι νόμιζα πως γνώριζα μερικούς κοντινούς μου ανθρώπους.

Οι περισσότεροι άνθρωποι που έρχονται στο σπίτι μου, όταν βλέπουν τη Μελίτα πετάγονται πάνω. Μάλλον δεν την βρίσκουν ιδιαίτερα χαριτωμένη. Τους καταλαβαίνω - κι εγώ στην αρχή όταν την έβλεπα πάθαινα ζημιά.

Με τον καιρό, όμως, την συνήθισα - καλά, θα μου πείτε, με τον καιρό και τον Άδωνι υπουργό υγείας συνηθίζεις.

Στη Μελίτα δεν αρέσει καθόλου το φως. Προτιμάει το σκοτάδι. Το σκοτάδι δεν ενοχλεί καθόλου τη Μελίτα - ίσα-ίσα, φαίνεται πως συντείνει στην ηρεμία της.

Καμιά φορά, όταν είναι νύχτα, μπαίνω αιφνιδιαστικά σε ένα από τα δωμάτια του σπιτιού που είναι σκοτεινά και ανάβω το φως, σε μια προσπάθεια να δω που είναι η Μελίτα.

Ένα βράδυ, μπήκα αναπάντεχα και με φόρα στην κουζίνα και άναψα το φως. Η Μελίτα βρισκόταν στο πάτωμα της κουζίνας και -μόλις η κουζίνα φωτίστηκε- σάστισε. Άρχισε να τρέχει πανικόβλητη με τα μικρά της ποδαράκια εδώ κι εκεί - της στέρησα το σκοτάδι της κι αυτό την τρέλανε.

Στεκόμουν και την παρατηρούσα. Συνέχιζε να τρέχει -με απίστευτη ταχύτητα- πέρα-δώθε, ενόσω εγώ την... κατασκόπευα. Μετά, βρήκε μια χαραμάδα και πήγε και χώθηκε πίσω από τα ντουλάπια της κουζίνας - εκεί είχε μπόλικο σκοτάδι. Μου έκανε τρομερή εντύπωση η ταχύτητα με την οποία η Μελίτα έφυγε από το φως κι επέστρεψε στο σκοτάδι.

Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί η Μελίτα προτιμάει το σκοτάδι από το φως. Μου είναι αδύνατον να ανακαλύψω αυτό που κάνει τη Μελίτα να αγαπάει τόσο πολύ το σκοτάδι και να μισεί τόσο πολύ το φως.

Υποθέτω πως στο σκοτάδι της έχει βολευτεί - και, όπως όλοι γνωρίζουμε, το... ξεβόλεμα είναι πολύ δύσκολο πράγμα.

Υποθέτω ακόμα, πως η Μελίτα αισθάνεται ασφαλής στο σκοτάδι της - το φως είναι κάτι που δεν έχει συνηθίσει και την πανικοβάλει.

Γεια σου, Μελίτα. Συνέχισε να ζεις στο σκοτάδι σου. Μάλλον εκεί ανήκεις.  

Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013

Στην Κ.

Αγόρασα μια μπύρα από το περίπτερο και κατευθύνθηκα προς το αρχαίο θέατρο - κατά την ταπεινή μου άποψη είναι ένα από τα πιο όμορφα μέρη της Λάρισας. Φτάνοντας εκεί, διαπίστωσα πως η ΕΛΜΕ Λάρισας πραγματοποιούσε συγκέντρωση - το κατάλαβα από τα πανό και τα μεγάφωνα. Ένα τεράστιο πλήθος καθηγητών ήταν μαζεμένο εκεί - το πολύ να ήταν 30 άτομα. Εδώ είμαστε, μουρμούρισαΣτρώθηκα σ' ένα πεζούλι, άναψα τσιγάρο και άνοιξα τη μπύρα μου. Έφερα ένα γύρο το βλέμμα μου και αυτό έπεσε πάνω σε αρκετούς καθηγητές μου από το λύκειο. Τους αναγνώρισα σχεδόν αμέσως, μέχρι και τα επίθετά τους θυμήθηκα - εκείνοι πάλι δεν κατάλαβαν Χριστό. Οι περισσότεροι έπιναν μπύρα και συζητούσαν μεταξύ τους σαν μια ωραία παρέα - βέβαια, στο σχολείο δεν τους χαρακτήριζε τόση κοινωνικότητα, γιατί συνήθως σιχαίνονταν ο ένας τον άλλον και ο καθένας πήγαινε και καθόταν κάπου μόνος του στα διαλείμματα, οπότε τώρα που τους είδα έτσι έφτασα στο συμπέρασμα πως οι μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης τους έφεραν κοντά. Τα μεγάφωνα έπαιζαν το <<Όταν σφίγγουν το χέρι>>. Μου άρεσε η ατμόσφαιρα - η νύχτα ήταν γλυκιά. Ξαφνικά, βλέπω την Κ. - η Κ. έχει κανονικό όνομα, απλώς δεν το γράφω ολόκληρο για να μην καταλάβει πως μιλάω γι' αυτήν και πάθει κάναν έρωτα. Αμέσως βγάζω το κινητό μου από την τσέπη και τηλεφωνώ στη φίλη μου τη Μ. - η φίλη μου η Μ. δεν έχει κανονικό όνομα, βαφτίστηκε έτσι, <<Μ.>>.

<<Είμαι στο αρχαίο θέατρο, έχουν συγκέντρωση οι εκπαιδευτικοί και μάντεψε ποια είναι εδώ!>> λέω  στη Μ. με ακράτητο ενθουσιασμό. 
<<Η Μαριάννα Ντούβλη>> μου απαντάει.
<<Τι λες μωρή ηλίθια;>>. 
<<Γιατί; Κι αυτήν στο χώρο της εκπαίδευσης ανήκει. Με την ευρύτερη έννοια>>.
<<Είναι εδώ η Κ.! Από το λύκειο!>>, ανακοινώνω με ακόμα πιο ακράτητο ενθουσιασμό, παραβλέποντας τις αρλούμπες της. 
<<Ποια Κ.; Ποιο λύκειο;>>, με προσγειώνει η Μ. 
<<Η φιλόλογος που είχαμε στη δευτέρα λυκείου, ρε μπάζο!>> την γειώνω εγώ. 
<<Α, η αγαπημένη μου! Να πας να της μιλήσεις και να της δώσεις πολλά φιλιά και από μένα, ακούς;>>.
<<Μωρέ εγώ να της μιλήσω και να της δώσω και φιλιά, εκείνη όμως θα με θυμάται; Φαντάζεσαι να την πλησιάσω και να την αρχίσω στα ματς-μουτς, και εκείνη να με κοιτάει λες και το έσκασα από κάνα αναμορφωτήριο;>>.
<<Δεν ξέρω για σένα, εμένα πάντως σίγουρα θα με θυμάται>>. 
<<Ναι, επειδή την έγλυφες συνέχεια, βούρλο>>.
<<Κλείσε τώρα το τηλέφωνο και πήγαινε να της μιλήσεις>>, αποκρίθηκε εκείνη κι εγώ έκανα αυτό που με προέτρεψε - της έκλεισα το τηλέφωνο στη μούρη. 

Έμεινα να κοιτάζω την Κ. σαν χάνος. Ντρεπόμουν πολύ να πάω να της μιλήσω - πάντα ντρέπομαι τους ανθρώπους που σέβομαι και εκτιμώ. Η Κ. δεν είχε αλλάξει καθόλου από την τελευταία φορά που την είχα δει - από την δευτέρα λυκείου δηλαδή. Ήταν το ίδιο όμορφη και είχε το ίδιο γλυκό χαμόγελο καρφωμένο στο πρόσωπό της - επιπλέον, είχε φοβερό στυλ, κάτι που δεν χαρακτηρίζει ιδιαίτερα τους εκπαιδευτικούς. Τα μαλλιά της ήταν κατακόκκινα και λυμένα - μια φορά στην τάξη της είχα πει πως ομορφαίνει όταν λύνει τα μαλλιά της. Την κοίταζα λοιπόν και σκεφτόμουν πως μου ήταν αδύνατον να πάω να της μιλήσω - άσε που ήμουν ήδη στην τέταρτη μπύρα και έχανα κάπως τα λόγια μου. Η τεράστια αδυναμία που είχα στην Κ. ως μαθητής -και όχι μόνο- οφείλονταν στο γεγονός πως ήταν μια καθηγήτρια που με ξεστράβωνε και με έκανε να πιστεύω πως έχω κι εγώ κάποια αξία σ' αυτή τη ζωή - και θα της είμαι αιώνια ευγνώμων γι' αυτό. Ακόμα, θαύμαζα την ομορφιά του πνεύματός της - σε στιγμές νόμιζα πως είχα καθηγήτρια τη Μαλβίνα Κάραλη. Ως καλλιεργημένος και έξυπνος άνθρωπος, η Κ. είχε απίστευτο χιούμορ και αυτοσαρκαζόταν άγρια - το τελευταίο σπάνια το συναντάς σε μια γυναίκα. Επίσης, δεν θα ξεχάσω ποτέ τις ατάκες που πετούσε για τον διευθυντή και τους υπόλοιπους καθηγητές - χτυπιόταν όλη η τάξη από τα γέλια. Η γυναίκα ήταν θεά. Και μας έδειχνε τον ουρανό. Όχι το βούρκο.

Χτύπησε το κινητό μου. Ήταν η Μ. 
<<Τι 'ναι πάλι γαμώ το στανιό σου;>>, απάντησα ευγενικά. 
<<Τι έγινε; Της μίλησες;>>. 
<<Όχι>>. 
<<Κότα!>>. 
<<Πάντως, είναι ακόμα μεγάλη τυπάρα. Και γύναικος>>.
<<Σου ρίχνει είκοσι χρόνια, σύνελθε>>. 
<<Με τα καλοκαίρια μέσα;>>.
<<Χωρίς>>. 
<<Κλείσε, μου ήρθε κατούρημα>>. 

Κάνα μισάωρο μετά, τα ηχεία έπαιζαν Ξυλούρη, Πότε θα κάνει ξαστεριά - την ίδια απορία εξέφραζα κι εγώ απευθυνόμενος στην ουροδόχο κύστη μου. Η ώρα κόντευε 12 τα μεσάνυχτα και οι καθηγητές άρχιζαν σιγά σιγά να αποχωρούν. Η Κ. ήταν ακόμα εκεί κι εγώ δεν είχα σκοπό να φύγω πριν από κείνη. Έστριψα ένα τσιγάρο, το έφερα στο στόμα μου, και αφού το άναψα κοίταξα το πανό απέναντί μου: Δεν περισσεύει κανείς. Σκέφτηκα για λίγο το λόγο που οι εκπαιδευτικοί πιστεύουν πως δεν περισσεύει κανείς - νομίζω πως είναι λάθος από τη μεριά των εκπαιδευτικών να πιστεύουν κάτι τέτοιο. Οπωσδήποτε, όταν μια χώρα έχει χρεοκοπήσει -και, φυσικά, δεν μιλάω μόνο για οικονομική χρεοκοπία- και οι πολίτες της επιλέγουν να οδηγηθούν στην αλληλοεξόντωση από το να διεκδικήσουν δικαιοσύνη και αξιοπρέπεια -επιτρέποντας με αυτόν τον τρόπο στην πολιτική και οικονομική ελίτ που νέμεται την Ελλάδα να αλωνίζει-, όλοι περισσεύουμε. Και όχι μόνο περισσεύουμε, αλλά είμαστε και για τον πούτσο - αυτά δεν τα γράφω επειδή τα πιστεύω αλλά επειδή θέλω να εντυπωσιάσω την Κ. σε περίπτωση που με διαβάζει. Άδειασα το κεφάλι μου από τέτοιες σκέψεις και επέλεξα να το γεμίσω με περισσότερη μπύρα - την τέταρτη την είχα κιόλας στραγγίξει (ίσα, ρε Μπουκόφσκι). Στο δρόμο για το περίπτερο χώθηκα στο πίσω μέρος ενός πάρκινγκ και κατούρησα - επιτέλους, έκανε ξαστεριά. Επιστρέφοντας στο αρχαίο θέατρο, είδα την Κ. να αποχαιρετάει τους συναδέλφους της - ετοιμαζόταν να φύγει. Εκείνη τη στιγμή αποφάσισα να πάω και να της μιλήσω -χωρίς να ξέρω ακριβώς τι θέλω να της πω- αλλά την αμέσως επόμενη στιγμή το ανέβαλα, διότι, εκτός όλων των άλλων, είμαι και κότα - καλά τα έλεγε η Μ.

Αφού αποχαιρέτησε όλους τους συναδέλφους της -και τους ελάχιστους μαθητές που είχαν μαζευτεί στο αρχαίο θέατρο-, η Κ. έφυγε. Το Πότε θα κάνει ξαστεριά είχε αντικατασταθεί από το Τους έχω σιχαθεί - ωστόσο, στο δικό μου μυαλό έπαιζε το Μια γυναίκα φεύγει, μια σωστή κυρία, για προφανείς λόγους, όπως καταλαβαίνετε. Αφού άδειασα και την πέμπτη μπύρα, σηκώθηκα και γύρισα σπίτι. Δεν μπορούσα να πιστέψω πως δεν της είχα πει κουβέντα - πως δεν είχα πει έστω ένα καλό κουράγιο σε έναν άνθρωπο που μου είχε ανοίξει τα μάτια. Ήμουν έτοιμος να σκάσω. Και τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, πάλι έτοιμος να σκάσω είμαι.

Στην Κ. και σε όλους τους εκπαιδευτικούς που γουστάρουν ουρανό και μαθαίνουν το ίδιο και στους μαθητές τους - καλή τους δύναμη και να είναι καλά.

Τρίτη 13 Αυγούστου 2013

Άθεοι vs Θεοσεβούμενων - σημειώσατε 1

Σύμφωνα με αμερικανική επιστημονική έρευνα, οι άθεοι έχουν υψηλότερη κατά μέσο όρο νοημοσύνη από τους θρησκευόμενους ανθρώπους, αλλά αυτό είναι κάτι που ήδη γνωρίζαμε -ότι δηλαδή οι θρησκευόμενοι είναι ένα μάτσο πυροβολημένοι και εμείς οι άθεοι κάτι φανταχτερές ιδιοφυΐες- αφού είναι αδύνατον να θεωρηθείς νοήμων άνθρωπος όταν πιστεύεις πως πριν από κάποια χιλιάδες χρόνια μια παρθένα γκαστρώθηκε έτσι από το πουθενά για να γεννήσει έναν μακρυμάλλη γενειοφόρο που περπάτησε στο νερό και σταυρώθηκε για έναν λαό που τον μισούσε. 

Εν τω μεταξύ, αν παρατηρήσετε όλους αυτούς τους θρησκευόμενους πόσο φθονεροί είναι μεταξύ τους και πόσο μισούν ο ένας τον άλλο -ενώ ο Θεός τους κήρυττε την αγάπη και την αδελφοσύνη-, θα οδηγηθείτε εύκολα στο συμπέρασμα ότι μιλάμε για τελείως γκάου άτομα. 

Επίσης, οι θρησκευόμενοι άνθρωποι -σε αντίθεση με την πλειοψηφία των αθεϊστών- είναι βαριά αμόρφωτοι - το πιο σπάνιο στοιχείο που μπορείς να εντοπίσεις σε μια θεούσα είναι η μόρφωση. Μάλλον ο Θεός τους δεν τους θέλει μορφωμένους. Τους προτιμά ηλίθιους και αποβλακωμένους. 

Ακόμα, παρατηρήστε το ύφος των θεοσεβούμενων ανθρώπων σε μια συζήτηση. Δεν ξέρω από που πηγάζει όλη αυτή η ανωτερότητα που βγάζουν όταν σου μιλάνε και που οφείλεται αυτό το ύφος φωτεινού παντογνώστη που παίρνουν, αλλά, κανένας ανώτερος άνθρωπος -όπως και κανένας φωτεινός παντογνώστης- δεν θα σου προκαλούσε πονοκέφαλο με την ακατάσχετη πολυλογία του και δεν θα σε άφηνε να αρθρώσεις λέξη - επίσης, οι θεοσεβούμενοι ακούν μόνο αυτά που λένε οι ίδιοι, ποτέ αυτά που λένε οι συνομιλητές τους (μάλλον επειδή είναι μεγαλοφυΐες).

Τώρα, βέβαια, σκέφτομαι ότι ένας από τους πιο θεοσεβούμενους ανθρώπους της χώρας μας είναι ο Αντώνης Σαμαράς - ο άνθρωπος μιλάει με τον ίδιο το Θεό, τι να λέμε. Ωστόσο, ομολογώ ότι μου είναι αδύνατον να κατανοήσω το γεγονός ότι ένας τόσο θρησκευόμενος άνθρωπος σαν τον Αντώνη Σαμαρά έχει καταφέρει να κάνει μια ολόκληρη χώρα σμπαράλια -σε συνεργασία φυσικά με τους ψηφοφόρους του που στην πλειοψηφία τους είναι εκλεκτοί άνθρωποι του Θεού- και έχει οδηγήσει στην κατάθλιψη τους περισσότερους Έλληνες.

Μάλλον η χώρα πρέπει να περάσει στα χέρια των άθεων - αν και διατηρώ τις αμφιβολίες μου και γι' αυτούς. 

Αγαπητοί άθεοι αναγνώστες, έχω την εντύπωση πως ξέφυγα από το θέμα. 

Μπορεί να φταίει η ζέστη. 

Ή μπορεί να φταίει που βιάζομαι να τελειώσω το κείμενο για να προλάβω τον εσπερινό. 

(Η φωτογραφία είναι από το θέατρο Χυτήριο, όπου ένα μεγάλο πλήθος πιστών είχε μαζευτεί εκεί για να δείξει το υψηλό του IQ. Θυμάστε;).

Πέμπτη 8 Αυγούστου 2013

Παγκόσμια Ημέρα Οργασμού

Η Παγκόσμια Ημέρα Οργασμού που γιορτάζεται σήμερα αφήνει παγερά αδιάφορους τους περισσότερους Έλληνες, αφού η πλειοψηφία των πολιτών αυτής της χώρας δεν μπορεί να κουτουπωθεί και να φτάσει στην σεξουαλική κορύφωση όταν η ανεργία στους νέους κοντεύει να αγγίξει το 65% - η ανεργία σκοτώνει την εκσπερμάτιση. 

Επίσης, δεν μπορείς να πεις στην άλλη <<Πάμε μωρή να σε πιτσιλίσω>> τη στιγμή που το Κ.Κ.Ε δέχεται τα ύπουλα χτυπήματα του ιμπεριαλισμού και του κλέβουν τον 902 οι μεγαλοεπιχειρηματίες. Μην τα ισοπεδώσουμε όλα - πάνω απ' όλα η αριστερά. 

Η Παγκόσμια Ημέρα Οργασμού καθιερώθηκε από τον Αμερικανό εικαστικό καλλιτέχνη, Άλεξ Χίρκα, ο οποίος ήταν αμφίφυλος και κάπνιζε μαριχουάνα με τη σέσουλα, οπότε σίγουρα δεν ήταν μέλος του Κ.Κ.Ε - στο Κ.Κ.Ε ανήκουν μόνο διαυγή αρσενικά, γι' αυτό το κόμμα θριαμβεύει.

Αγαπητοί αναγνώστες, δεν ξέρω πως κατάφερα να μπλέξω την Παγκόσμια Ημέρα Οργασμού με το Κ.Κ.Ε - σας ζητάω να με συγχωρέσετε γιατί είναι εντελώς ντεκαβλέ και το αναγνωρίζω.

Τέλος πάντων, η Παγκόσμια Ημέρα Οργασμού για τους Έλληνες εργαζόμενους είναι μια μέρα σαν όλες τις άλλες -δεν τους κάνει καμία αίσθηση-, αφού η κυβέρνηση φροντίζει να τους χαρίζει καθημερινά τους πιο στιβαρούς οργασμούς - τους πηδάει κανονικότατα κι αυτοί συνεχίζουν να δουλεύουν σαν σκλάβοι. Βέβαια, πέρυσι είχαμε εκλογές. Ας πρόσεχαν. 

Οπωσδήποτε, ο οργασμός είναι κάτι που ανανεώνει και γλυκαίνει τον άνθρωπο, αλλά στην Ελλάδα δεν πρέπει να είναι και πολύ διαδεδομένος -σε αντίθεση με το ρατσισμό που γνωρίζει άνθηση- γιατί οι περισσότεροι Έλληνες -εξαιτίας της φτώχειας και της εξαθλίωσης που βιώνουν από αυτούς που ψήφισαν- έχουν καταντήσει κάτι ανέραστα και ανοργασμικά ανθρωπάκια που πρέπει να τους γίνει ευθανασία για το καλό του πλανήτη.  

Σύμφωνα με στενούς συνεργάτες του πρωθυπουργού, ο Αντώνης Σαμαράς εξετάζει την πιθανότητα να απευθύνει διάγγελμα στον ελληνικό λαό από την Αμερική, με σκοπό να πείσει τους Έλληνες που σκέφτονται να γιορτάσουν την σημερινή μέρα να μην βιαστούν να πέσουν με τα μούτρα στις σαρκικές απολαύσεις, μιας και από το χειμώνα έρχονται τα καλύτερα γαμήσια. 

Τρίτη 6 Αυγούστου 2013

Αύγουστος

Το κτήμα ήταν τεράστιο, αχανές, κι εμείς κάναμε -στην κυριολεξία- ό,τι γουστάραμε. Η παραλία ήταν δυο χωμάτινες κατηφόρες και κάτι πέτρινα σκαλάκια μακριά, και όποτε μας κάπνιζε βουτούσαμε στα πράσινα νερά, φορώντας κάτι αστεία πάνινα παπούτσια που μας προστάτευαν από τις κοτρόνες - δεν μπορούσες με τίποτα να βουτήξεις με γυμνά πόδια γιατί οι πέτρες θα σε ξέσκιζαν. Τα πάνινα παπούτσια -που τα είχαμε προμηθευτεί σχεδόν όλοι- κόστιζαν 5 ευρώ και άντεχαν το πολύ 5 μέρες. Ήμασταν πραγματικά πολύ αστείοι μέσα σε αυτά τα φτηνά παπούτσια - κοιτούσαμε ο ένας τον άλλο και ξεσκιζόμασταν στα γέλια. 

Το κτήμα ανήκε στους θείους μου και μας το παραχώρησαν με μεγάλη χαρά - το μόνο που μας είπαν ήταν να διατηρούμε την τουαλέτα καθαρή. Μείναμε στο κτήμα περίπου 2 εβδομάδες -η τουαλέτα διατηρήθηκε καθαρή καθ' όλη τη διάρκεια των διακοπών- και την περάσαμε φίνα. Λεφτά δεν είχαμε πολλά, όμως νιώθαμε στα αλήθεια πλούσιοι. Καθόμασταν με τις ώρες μέσα στη θάλασσα -με τα πάνινα παπούτσια να έχουν γίνει από ένα σημείο και μετά σμπαράλια- και κρατούσαμε όλοι από ένα ποτό, έτσι, για να μην μείνουμε νηφάλιοι και πάθουμε καμιά ζημιά. 

Δεν θυμάμαι ποια μέρα ήταν όταν ο Κ. μας έδειξε τον βράχο που πάνω του είχαν γράψει με σπρέι <<Χρυσή Αυγή>>. Θυμάμαι πάντως πως γελάσαμε πολύ όταν τον είδαμε. <<Μαλάκα, μέχρι κι εδώ έχει φασίστες. <<Γάμησέ τα>>. Δεν μου έκανε καμία εντύπωση που κανείς δεν ασχολήθηκε περαιτέρω με τον Χρυσαυγίτη βράχο - περνούσαμε τόσο ωραία, που δεν υπήρχε χρόνος για φασίστες και ναζί. Επίσης, ήταν Αύγουστος. Και τον Αύγουστο στην Ελλάδα δεν υπάρχουν φασίστες και ναζί. 

Τα κορίτσια της παρέας ήταν το κάτι άλλο. Βουτούσαν στη θάλασσα με τα στρώματα και δεν κατέβαιναν από αυτά παρά μόνο όταν νύχτωνε. Με τον Μ. και τον Θ. προσπαθούσαμε να τους τα πάρουμε αλλά μάταια. Με το που πλησιάζαμε κοντά τους -με σκοπό να καταλάβουμε τα στρώματα- έβαζαν τις φωνές και μας έδιωχναν. Εδώ που τα λέμε, καλύτερα χωρίς στρώματα, παρά χωρίς κορίτσια. 

Όταν νύχτωνε στο κτήμα δεν έβλεπες την τύφλα σου. Απόλυτο σκοτάδι - τα φαναράκια που είχαμε μαζί δήθεν για να φωτίζουν δεν βοηθούσαν ιδιαίτερα. Έτσι, μαζευόμασταν όλοι στο μέρος από όπου βλέπαμε ουρανό. Το μέρος αυτό βρισκόταν ένα επίπεδο πάνω από τη θάλασσα και ήταν στα αλήθεια υπερπαραγωγή. Ο ουρανός απλωνόταν από πάνω μας γεμάτος αστέρια -δεν υπάρχει καλύτερο φως από αυτό των αστεριών- κι εμείς αραχτοί στις ξαπλώστρες τον θαυμάζαμε με τα σαγόνια μας έτοιμα να πέσουν από την ομορφιά. Κάθε φορά που έπεφτε ένα αστέρι γινόταν ο κακός χαμός - τσιρίζαμε όλοι μαζί <<Μαλάκες, το είδατε;!>>, και μετά ρωτούσαμε ο ένας τον άλλο αν έκανε κάποια ευχή. Φυσικά, κανείς δεν αποκάλυπτε την ευχή του. 

Παράλληλα, ο Α. και η Δ. ετοίμαζαν κάτι αρωματικά τσιγάρα -τα γνωστά μπάφους- τα οποία γύριζαν από χέρι σε χέρι και από στόμα σε στόμα, ντύνοντας το όλο σκηνικό με μπόλικα χαμόγελα και γέλια. Θυμάμαι τον Μ. να προσπαθεί να ανάψει ένα από αυτά, όταν ξαφνικά εμφανίστηκε ένας τεράστιος αρουραίος και πέρασε με απίστευτη ταχύτητα κάτω από την ξαπλώστρα του, για να εξαφανιστεί λίγα δευτερόλεπτα μετά. Τότε πετάχτηκε ο Κ. και είπε <<Να ποιος έβαψε τον βράχο!>> και εκεί πεθάναμε όλοι στα γέλια - εγώ, παρασυρμένος από την ομορφιά της στιγμής και τη ζάλη, έκανα την εξής σκέψη: ίσως η Χρυσή Αυγή να είναι σαν έναν αρουραίο: όσο ξαφνικά και αστραπιαία εμφανίζεται και σε φρικάρει, άλλο τόσο ξαφνικά και αστραπιαία εξαφανίζεται και δεν τον ξαναβλέπεις πια ποτέ. Παρήγορη σκέψη, δεν μπορώ να πω - ίσως και λίγο μαστουρωμένη. Φυσικά, δεν την μοιράστηκα με κανέναν - φοβήθηκα ότι θα με έπαιρναν με τις πέτρες. 

Το πρώτο πράγμα που κάναμε με τον Κ. όταν ξυπνούσαμε δεν ήταν να χασμουρηθούμε ή να χουζουρέψουμε αλλά να γεμίσουμε τα πλαστικά μας ποτήρια με τζιν και χυμό. Το δεύτερο πράγμα που κάναμε ήταν να βουτήξουμε στη θάλασσα - αφήνοντας φυσικά τα ποτήρια μας στην άμμο. Εγώ και ο Κ. ξυπνούσαμε νωρίτερα από τους υπόλοιπους γιατί ήμασταν οι πρώτοι που χτυπούσε ο ήλιος - οι υπόλοιποι κοιμόντουσαν του καλού καιρού μιας και είχαν πιάσει τα πιο σκιερά μέρη του κτήματος. Ωστόσο, μου άρεσε να ξυπνάω χαράματα γιατί εκείνη την ώρα η θάλασσα ήταν φανταστική και καθαρή σαν κρύσταλλο. Αργότερα, κατά τις 11 που ξυπνούσαν οι υπόλοιποι, εγώ και ο Κ. ήμασταν ήδη μεθυσμένοι - δεν είμαι σίγουρος αν έφταιγε το τζιν με το χυμό ή ο Αύγουστος που γινόμασταν τόσο εύκολα κουρούμπελα. Θυμάμαι μια μέρα την Δ. που μας πλησίασε αγουροξυπνημένη και μας είπε <<Καλά, εσείς από τώρα γίνατε φέσια;>>, και τότε εγώ άρχισα να απαγγέλλω ολόκληρο το <<Μεθύστε>> του Μπωντλαίρ - όταν δεν έχω τι να πω, καταφεύγω στους ποιητές. Μόλις μια ώρα μετά, η Δ. ήταν μεθυσμένη - τελείως ντίρλα. Φαίνεται η απαγγελία μου την είχε πείσει. 

Θα μπορούσα να γράφω για ώρες για το πόσο υπέροχες ήταν εκείνες οι μέρες στο κτήμα, αλλά αφενός θα γίνω κουραστικός και αφετέρου θα σας κάνω να ζηλέψετε. Τελικά, όσο άσχημη και να είναι η κατάσταση στη χώρα μας, ο Αύγουστος πάντα θα έρχεται και η ομορφιά του πάντα θα μας σώζει. Το μόνο που χρειαζόμαστε είναι μερικοί καλοί φίλοι, ένα μαγιό και μια παραλία - άντε και ένα ζευγάρι πάνινα παπούτσια για τις πέτρες. 

Δεν χρειάζεται να γράψω σε ποιους αφιερώνεται - ξέρουν αυτοί