Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2016

Σημειώσεις ενός υποψήφιου Έλληνα νεομετανάστη (πρόλογος)

Χτες το μεσημέρι ανακοίνωσα στους γονείς μου την απόφασή μου να εγκαταλείψω την Ελλάδα. Πιστέψτε με, ποτέ στην ζωή μου δεν έχω κληθεί να κάνω κάτι πιο δύσκολο. 

Στις 10 Ιανουαρίου πετάω για μια χώρα της Σκανδιναβίας, μαζί με τον Ν., έναν πολύ κοντινό μου φίλο που ζει και εργάζεται εκεί τα τελευταία δυο χρόνια. 

Αν δεν υπήρχε ο Ν., η ιδέα της διαφυγής στο εξωτερικό δεν θα μου περνούσε καν από το μυαλό· η σκέψη και μόνο να πάω σε έναν ξένο τόπο όπου κανείς δικός μου άνθρωπος δεν θα με περιμένει, μου προκαλούσε πανικό. 

Πήρα την απόφαση να φύγω μέσα σε δυο μέρες. Οι λόγοι; Προσωπικοί (στους οποίους θα αναφερθώ μέσα στο επόμενο διάστημα με μια σειρά κειμένων) αλλά, κυρίως, πολιτικοί. 

Η Ελλάδα ζει τον έβδομο χρόνο της χρεοκοπίας της, και είναι πια κανονικό προτεκτοράτο-αποικία. Τα τρία Μνημόνια -με την άγρια λιτότητα που τα συνοδεύει- έχουν γονατίσει τους Έλληνες, οι οποίοι δεν μοιάζουν καθόλου διατεθειμένοι να αγωνιστούν για να κερδίσουν πίσω την χώρα τους -που δεν είναι πια δική τους- και τις ζωές τους, που τους έχουν κλαπεί μέσα από τα χέρια.  

Οι Έλληνες έχουν παραιτηθεί. 

Σε πρόσφατο κείμενό μου, έγραφα: "Οι Έλληνες πια δεν είναι άνθρωποι αλλά ζόμπι. Δεν είναι λαός αυτός, το Walking Dead είναι". 

Όπως και να χει, δεν γράφω αυτό το κείμενο για να κάνω κριτική στους Έλληνες. Έχω τέτοια αναταραχή μέσα μου που το τελευταίο πράγμα που θέλω είναι να τα βάλω με τους Έλληνες. 

Θέλω να πω μόνο πως με κούρασε η πολλή σκέψη. Σκέφτηκα πολύ αυτά τα εφτά χρόνια της χρεοκοπίας -όπως και πολλοί συμπατριώτες μου- και κατέληξα στο εξής συμπέρασμα: 

Οι Έλληνες δεν θέλουν να αλλάξουν. Τόσο απλά. 

Απόδειξη, το γεγονός ότι οι Έλληνες, πέρυσι τον Σεπτέμβρη, και λίγο μετά την ανατροπή του δημοψηφίσματος από τον Αλέξη Τσίπρα -ανατροπή που αντί να βγάλει τους Έλληνες μαζικά στους δρόμους για να διεκδικήσουν Δημοκρατία, τους οδήγησε στις παραλίες όπου πλατσούριζαν μέσα σε φοβερή αφασία- παρέδωσαν ξανά την διακυβέρνηση της χώρας στον ΣΥΡΙΖΑ και στον άνθρωπο που έγραψε στα παλιά του τα παπούτσια ένα 63% ΟΧΙ . 

Δεν νομίζω πως χρειάζεται να πούμε κάτι άλλο. 

Μια ακόμα απόδειξη για το πόσο απαθείς και αποβλακωμένοι είναι σήμερα οι Έλληνες είναι το γεγονός ότι ετοιμάζονται να κάνουν πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη. 

Να τον κάνουμε και τον Κυριάκο πρωθυπουργό, ρε παιδιά. Να τον δοκιμάσουμε κι αυτόν. Νέος είναι, άφθαρτος είναι, αυτοδημιούργητος είναι... Τι έχουμε να χάσουμε; Σάμπως τι θα μας σώσει; Ο συλλογικός αγώνας για Δημοκρατία και Δικαιοσύνη; Μην ακούω μαλακίες. Μια ακόμα ανάθεση θα μας σώσει. 

Αλλά πάλι στην κριτική το γύρισα. Συγνώμη, σταματάω. 

Τα πρόσωπα των γονιών μου ενώ τους ανακοίνωνα χτες την απόφασή μου να φύγω από την Ελλάδα είναι μια εικόνα που δεν θα ξεχάσω ποτέ. 

Ο πατέρας μου, ο άνθρωπος με τα πιο χαμογελαστά μάτια στον κόσμο, έχασε δέκα χρόνια από την ζωή του. Η μάνα μου, η οποία υπήρξε η ίδια μετανάστρια στα νιάτα της και γνωρίζει καλά την πίκρα του να ζεις μακριά από τον τόπο σου, έκλαιγε βουβά. 

Αν η μεγαλύτερη τραγωδία για έναν γονιό είναι να φύγει το παιδί του από την ζωή -ενόσω αυτός είναι ακόμα ζωντανός-, η αμέσως επόμενη είναι να δει το παιδί του να φεύγει μετανάστης. 

Εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες γονείς το έχουν βιώσει αυτό τα τελευταία 7 χρόνια. 

Θέλω να πω σε αυτούς τους ανθρώπους ότι τους αγαπάω σαν να ήταν δικοί μου γονείς. Μακάρι να μπορούσα να τους συναντήσω όλους έναν-έναν πριν φύγω. Θα έπινα τα δάκρυα τους. 

Δεν ξέρω πώς να τελειώσω αυτό το κείμενο. 

Δεν σας κρύβω: από χτες έχω πλαντάξει στο κλάμα. Στην ζωή μου δεν κλήθηκα ποτέ να πάρω πιο δύσκολη απόφαση. 

Ταυτόχρονα όμως αισθάνομαι και μια γλυκιά λύτρωση. Σαν να φεύγει από τους ώμους μου όλο το βάρος που κουβαλάνε σήμερα οι Έλληνες στο στήθος τους. 

Από χτες γυρνάει διαρκώς στο μυαλό μου ο μεγαλειώδης στίχος του Διονύση Σαββόπουλου που τραγουδήθηκε από τα χείλη της τεράστιας Σωτηρίας Μπέλλου: 

"Σ΄ αυτόν τον τόπο, όσοι αγαπούνε, τρώνε βρόμικο ψωμί". 

Εφτά χρόνια τρώμε βρόμικο ψωμί, αδέρφια. 

Εγώ κουράστηκα. 

Θα τα ξαναπούμε.