Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2017

Σημειώσεις ενός Λαρισαίου νεομετανάστη στην Σουηδία (γράμμα στους συμπολίτες μου: part 2)

Ο κομαντάντε ξαναγράφει γράμμα στους συμπολίτες του αφενός επειδή του λείπουν τέρμα και αφετέρου επειδή το πρώτο γράμμα είχε τρελό σουξέ. Αν δεν είσαι Λαρισαίος μην συνεχίσεις αυτό το κείμενο. Ευχαριστώ. 

Αρέ τι δεν καταλαβαίντς αρέ παλιόσκλο; Πάτα!


*Ρουφηξά φρέντου ισπρέσου 


Αγαπητοί συμπουλίτες, 


Ψες που λέτι χάθκα στς δρόμοι τς ξενιτιάς. Να μου πεις, εδώ χανόμαν στη Λάρσα, στην ξενιτιά δεν θα χανόμαν; 


Θυμάμι μια φουρά που ήθιλα να πάω απ' του Άλουμπαρ στου Περίπου να βρω ένα γκομινάκ, κι χάθκα κι ικεί. Μση ώρα μι πιρίμενε το κουρίτσ. Είμι ντιπ αποπροσανατόλιστος, του ξέρω. 


Τέλους πάντων.


Βρισκόμαν που λέτι στη μέσ του πουθινά εδώ στου Νόρσεπινγκ, και δεν ήξιρα κατά πού να κάνω. Φρικάρσα ντιπ!


Τόσο απιπλπισμένος ήμαν, που πήρα τηλέφουνο τη μάναμ:


«Μάνα χάθκα στ Σουηδία. Τι να φτιάσω τώρα;»


«Α είσαι ντιπ αλαφροίσκιωτος εσύ», μι λέει η μάναμ.


«Μάνα πες μι τι να φτιάσω, έχω σαλτάρ ντιπ σι λέου».

«Πού είσι τώρα;».

«Γιατί ρε μάνα, σάματς άμα σι πω που είμαι θα καταλάβς;».

«Αρέ πες πού είσι αρέ !». Τα πήρε η μάναμ κρανίο.

«Σ' ένα πουτάμ. Βλέπου κάτι πάπιες».

«Κάτσε ικεί και κοίτα τς πάπιες, μουσχάρ!».

«Ρε μάνα μ κοροϊδέυς; Δεν ξέρω κατά πού να πλαλήσω σι λέου!».

«Βούτα στου πουτάμ και πλάλα με τς πάπιες. Μι ήθελες και Σουηδία τσουμπάνε. Ε τσουμπάνε!», σιχτίρσε η μάναμ κι με κλεισε του τηλέφουνο στα μούτρια.

«Αρέ τι θα φτιάσω τώρα μοναχόσμ γαμώ τον αντιχριστόμ;», σκέφκα. «Στου πουτάμ θα κοιμθώ με τς πάπιες;»

Έκανι κι ένα κρύου ιν του μεταξύ ψες άλλο πράμα ε. Πάγωσάνε τα ποδάριαμ απ' τα αγιάζ. Κρύφκε η κοκόναμ!

Εκεί που κόντιυα να σαλταριάσω ντιπ για ντιπ, πιρνάει από μπρουστάμ μια Σουηδέζα  - ένα μανάρ ξανθό με μπλε ματ και κάτι πουδάρες δυο μέτρα. 

Πώς είνι η θκιές μας οι Λαρισαίες; Καμία σχέσ. 

Σηκώνουμε που λέτι απάν και τη λέω τ Σουηδέζα: 

«Μανάριμ χάθκα και δεν ξέρω πώς να πάω σπιτ. Θα με βοηθήεις;». 

Μι κοιτούσε σαν την χαζιά. 

«Μίλα μαρή κρεμανταλού, χάθκα σι λέου, τι δεν καταλαβαίντς;».

Τίποτα αυτήν. Τουμπέκα. 

«Α πάτα από δω γαμώ το κέρατός γαμώ, μουγκοθόδωρι». 

Ιυτυχώς, εκείνη την ώρα μι πήρε η Νίκος τηλέφουνο, η φίλοσμ απ τ΄ Λάρσα που μένουμι μαζί.

«Πού είσαι αρέ μαλάκα γαμώ τον αντιχριστός γαμώ, και πλαλάω εδώ κι δυο ώρες μοναχόσμ;» .

«Χάθκες αρέ;» μι λέει. 

«Αμ τι έκανα!». 

«Πες μου πού είσι να ρθω να σι πάρω». 

«Σ' ένα πουτάμ με πάπιες».

«Πιρίμενε εκεί, έρχουμι».

«Σώνει».

Αρέ τι ήταν αυτό που τράβκσα; Άμα ξαναβγώ ιγώ μοναχόσμ ιδώ στα ξένα να με φτύεις!

Άι τα λέμε πάλι. 

Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2017

Ο πατριωτισμός είναι το τελευταίο καταφύγιο του ξεφτίλα

«Όποιος δεν αισθάνεται Έλληνας, καλό θα ήταν να γυρίσει πίσω στην πατρίδα του» είπε ο υπουργός Εθνικής Άμυνας του προτεκτοράτου Πάνος Καμμένος, αναφερόμενος στο περιστατικό με τους Αλβανούς νεοσύλλεκτους που σχημάτισαν -βλακωδώς- με τα χέρια τους τον αλβανικό αετό σε στρατόπεδο στο Μεσολόγγι. 

Το θέμα, φυσικά, δεν είναι αν αισθάνονται ή όχι Έλληνες οι φαντάροι από την Αλβανία που σχημάτισαν τον αλβανικό αετό -τους συγκεκριμένους δεν τους κόβω να αισθάνονται ούτε καν Αλβανοί (ένα τσούρμο κάγκουρες είναι και τίποτα παραπάνω)- αλλά αν αισθάνεται Έλληνας ο Πάνος Καμμένος που υποτάχθηκε πλήρως στο Μνημόνιο και κάνει ακριβώς τα ίδια με τους προηγούμενους -αν και προεκλογικά έλεγε άλλα-, τους οποίους κατηγορούσε πως ήταν «στα τέσσερα».

Αλήθεια, Πάνο Καμμένε, πόσο Έλληνας αισθάνεσαι ως υπουργός μια κυβέρνησης που κάνει τα ακριβώς αντίθετα από όσα έλεγε προεκλογικά;

Πόσο Έλληνας αισθάνεσαι που η κυβέρνηση στην οποία ανήκεις ανέτρεψε το καλοκαίρι του 2015 ένα δημοψήφισμα, και μετέτρεψε το ΟΧΙ σε ΝΑΙ;

Πόσο Έλληνας αισθάνεσαι που είσαι στην ίδια ακριβώς θέση με τους προηγούμενους, δηλαδή στα τέσσερα;

Πόσο Έλληνας αισθάνεσαι ως διακοσμητικός υπουργός σε ένα γελοίο προτεκτοράτο;

Ξεσπαθώνει τώρα ο Πάνος Καμμένος. Και καλά κάνει.

Αφού οι δανειστές δεν έχουν εκφράσει ακόμα άποψη για το συγκεκριμένο θέμα -γιατί δική τους είναι η χώρα και θα μπορούσαν κάλλιστα να πουν «Τι δουλειά έχεις ρε μπουχέσα Πάνο Καμμένε με τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις; Δικές μας είναι, οπότε βγάλε τον σκασμό»-, καλά κάνει ο Πάνος Καμμένος και πουλάει πατριωτισμό στα χάπατα.

Ο Πάνος Καμμένος είπε ακόμα πως -με εντολή του ιδίου- θα επιβληθούν οι αυστηρότερες ποινές στους νεοσύλλεκτους. 

Πάνο Καμμένε, εγώ προτείνω να τους λιθοβολήσουμε στο Σύνταγμα τους καριόληδες. 

Ή, ακόμα καλύτερα, να τους σταυρώσουμε στην Ακρόπολη. Ανάποδα. 

Είσαι και γνωστός χριστιανοταλιμπάν εσύ, οπότε θα γουστάρεις τρελά. 

Καλά, να σε δω στην Ακρόπολη να ξεματιάζεις τον σταυρό που θα κρεμάσουμε τους Αλβανούς και τι στον κόσμο. 

(Γελάω πάρα πολύ με όλους αυτούς τους καθυστερημένους Έλληνες «υπερπατριώτες» στα σόσιαλ μίντια που θέλουν να κόψουν τα χέρια των Αλβανών νεοσύλλεκτων. Εν τω μεταξύ, γιατί όλα αυτά τα μόγγολα γράφουν με κεφαλαία; Σιγά καλέ ραγιάδες, θα σκίσετε κάνα caps lock.)

Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2017

Σημειώσεις ενός Λαρισαίου νεομετανάστη στην Σουηδία (γράμμα στους συμπολίτες μου)

Ο κομαντάντε Ντάρκο γράφει γράμμα στους συμπολίτες του από το εξωτερικό χρησιμοποιώντας την μητρική του γλώσσα -που δεν είναι τα ελληνικά αλλά τα λαρισαίικα-, σε μια προσπάθεια να τους δείξει πόσο πολύ του έλειψαν. Οι αναγνώστες που δεν έχουν καταγωγή από την Λάρισα παρακαλούνται να απομακρυνθούν από την οθόνη αυτή την στιγμή. Ευχαριστώ. 

Ακόμα ιδώ είστε αρέ; Αρέ φεγάτε μην αρπάξω καμιά λούρα! 

*Ρουφηξά φρέντου ισπρέσου, ύμνος ΑΕΛ στο youtube

Ιδώ στην Σουηδία απαγουρεύεται να φουράς παπούτσα μες στου σπίτ - αυτοί οι Σουηδοί παιδιά είναι ντιπ χαζομσόχαζ. 

Πήγαμε με τουν Νίκο τς προάλλις σ' ένα σπίτ ουμογενών, και στην είσουδο αναγκάσκαμι να βγάλουμι τα σπουρτέξ. 

Ιυτυχώς, προτού παένουμε στου σπίτ των ουμογενών, η Νίκος φρόντσε να μ' ενημιρώσ' γι' αυτό -ότι απαγουρεύουντι τα παπούτσα-, κι έτσι εγώ πήγα στου μέρους κι έπλυνα τα πουδάρια μ' που βρομοκοπούσαν ψαρίλα.


Έβαλα κι καθαρές κάλτσες γιατί τς άλλες τς φόραγα τρεις μέρες και φοβόμαν μην πέσει κάνας ουμογενής τ' ανάσκλο απ' τ' μπόχα· άσε που θα γινόμαν ρεζίλι στουν ξένου κόσμου.

Στα σπίτια στην Σουηδία απαγουρεύεται επίσης και του κάπνισμα. Άκου να ιδείς! 

Δηλαδή, δεν φτάν' που δεν μπορούμε να καπνίσουμε στου μπαρ και στου ρεστουράν, μας απαγορεύς να καπνίσουμε και στου σπίτ ρε πουστ; 

Αρέ βγάειζ άκρια με τς χαζοί; Δεν βγάειζ! 

Εγώ επειδή καπνίζω σαν αράπς είμι ούλη την ώρα στου παράθυρου και τσουτσουριάζω απ' του κρύου. Γάμσέτα!

Ιδώ στου Νόρσεπινγκ που μένω, ούλες οι γκόμινες είναι ψηλιές. Κυκλοφοράνε κάτι νταρντανομουρά έξω στις δρόμοι - τα βλέπς κι σκιάζισαι. Αρέ τι αρκουδόπτανες είναι αυτές; 

Οι θκιές μας οι Ελληνίδες ιν του μεταξύ, τάπες. Τς βλέπεις τς θκιές μας μπρουστά στς αλόγες τς σουηδέζες και ξισκίζεσαι στα γέλια. Οι Ελληνίδες δεν είνι γυναίκες, μπριλόκ είνι. 

Οι Σουηδοί είνι κι αυτοί ψηλοί, κι έχουν ούλοι ξανθιά μαλλιά κι μούσια μέχρι κατ. Ούλοι οι Σουηδοί φουράν στινά πανταλόνια και κάτι άρβυλα που φόραγάμε ιμείς στα χουράφια στη Λάρσα όταν μάζευάμε κιράσια με τς Αλβανοί. 

Σήμερα του προυί που λες είχι ήλιο στου Νόρσεπινγκ. 

Εκεί που κάθομάσταν με τουν Νίκο σ' ένα παγκάκ, περνάει από μπρουστά μας ένα κρεμανταλάς Σουηδός με κουντουμάνικο. Μι κοιτάει η Νίκος και μι λέει: 

«Αρέ τι φτιάν αυτός αρέ; Τρελάθκε; Πώς βγαίνει έτσι ξεμπλέτσωτος Γενάρ μήνα;». 

 «Αρέ αυτός άμα σκάει απ' τ' ζέστα τώρα, τον Ιούλιο τι θα κάν; Θα πλαλάει με την κοκόνατ απόξω;», λέω ιγώ.

«Α πες εσύ. Είνι χαζοί οι ανθρώπ».

Τις προάλλις με πήγε η Νίκος σ' ένα κλαμπ. 

Εκεί που χόρευάμε σαν τς χαζοί και χάζευάμε κάτι μνάκια, κοιτάω απέναντ και τι βλέπω; 

Δυο μαντραχαλάδες Σουηδούς με μούσια και κάτι χαλκάδες στς μύτες να φιλάν ο ένας τον άλλου στου στόμα!

«Αρέ πού μ' έφερες αρέ;» γυρνάω κι λέω στου Νίκο, «τς ανώμαλ μ' έφερες να ειδώ;». 

«Ιδώ είνι Βρωπ» μι κάνει η Νίκος, «αυτά είνι συνηθισμένα πράματα». 

«Άρε τι συνηθισμένα κι μαλακίες μι λες γαμώ τον Χριστός και την Παναγίας; Μ' έρχετι να ξεράσω με τς Βίκινγκς γαμώ τον αντιχριστότς». 

Ακούς εκεί να φιλιένται οι άντροι στου στόμα! Κι μι γλώσσα κιόλας! 

Τι τς θυμήθκα τώρα τς παλιαδερφές γαμώ το κέρατόμ γαμώ. 

Ανακατεύκα! 

Άι τα λέμε. 

Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2017

Σημειώσεις ενός Έλληνα νεομετανάστη (Σουηδία, προσωπικός αριθμός και ακατάσχετη Νταρκίλα)

Το πιο δύσκολο πράγμα στην Σουηδία είναι να καταφέρεις να αποκτήσεις τον προσωπικό αριθμό· το personnummer, όπως λέγεται στα σουηδικά. 

Χωρίς προσωπικό αριθμό, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα στην Σουηδία. Δεν μπορείς να βρεις δουλειά, σπίτι, ενώ σου απαγορεύεται ακόμα και η εγγραφή σε γυμναστήριο. 

Αυτό το τελευταίο αποτελεί για μένα τεράστιο πλήγμα, καθώς είμαι τούμπανο και φιτ, και δεν μπορώ άμα δεν πάω τέσσερις-πέντε ώρες γυμναστήριο την μέρα· φρικάρω. 

Για τους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η διαδικασία απόκτησης του προσωπικού αριθμού είναι κάπως πιο εύκολη από ό,τι για τους ανθρώπους που κατάγονται από χώρες που δεν ανήκουν σε αυτήν. 

Το τι τραβάνε οι άνθρωποι που έρχονται από χώρες που δεν ανήκουν στο τσιφλίκι του Σόιμπλε, του Γιούνκερ, του Μοσκοβισί και των άλλων Ευρωπαίων... ευεργετών δεν λέγεται. Έχω ακούσει απίστευτες ιστορίες. 

Πάντως, μην φανταστείτε πως η διαδικασία απόκτησης του προσωπικού αριθμού είναι ευκολάκι για τους ανθρώπους που κατάγονται από χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 

Δεν μπαίνεις δηλαδή στην εφορία ή στον ΟΑΕΔ και τους λες «Γεια σας, είμαι πολίτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ήρθα να πάρω τον προσωπικό αριθμό», και αυτοί σου τον δίνουν, ανοίγοντάς σου ταυτόχρονα τα πόδια. Καμία σχέση. 

Η φάση έχει τρελή αναμονή και απαιτεί τεράστια υπομονή και ψυχραιμία. 

Σήμερα κλείνω εννιά μέρες στην Σουηδία. 

Μένω στο Νόρσεπινγκ, μια επαρχιακή πόλη μιάμιση ώρα από την Στοκχόλμη, φιλοξενούμενος σε σπίτι φίλων. 

Ήρθα στην Σουηδία χωρίς να έχω κλείσει κάποια δουλειά από την Ελλάδα· ήρθα ντουγρού και με το νταηλίκι, και ό,τι βγει. 

Όπως καταλαβαίνετε, προσωπικό αριθμό δεν έχω. 

Από την ημέρα που ήρθα στο Νόρσεπινγκ, έχω πάει τρεις φορές στον ΟΑΕΔ και δυο φορές στην εφορία· αφού πλέον με φωνάζουν «κομαντάντε». 

Στον ΟΑΕΔ έκανα αίτηση για προσωπικό αριθμό, δίνοντας την διεύθυνση κατοικίας μου -έκανα δηλαδή registration- και όλα τα απαραίτητα στοιχεία μου, ώστε να αρχίσω να υφίσταμαι ως Σουηδός πολίτης.   

Στο μεταξύ, άρχισα να ψάχνω και για δουλειά. 

Την πρώτη μέρα που ήρθα γνώρισα έναν Έλληνα, τον Χ., ο οποίος δουλεύει part time για μια εταιρία εδώ στην πόλη που μένω. 

Η δουλειά του Χ. είναι να μοιράζει εφημερίδες από σπίτι σε σπίτι. Ο Χ. δουλεύει τρεις ώρες την ημέρα, έξι μέρες την εβδομάδα, και ο μισθός του είναι ικανοποιητικός - συντηρείται. 

Με τον Χ. πήγαμε μαζί στην εταιρία για να με συστήσει στον -ας τον πούμε- υπεύθυνο προσωπικού.

Ο υπεύθυνος προσωπικού ήταν ένας χαμογελαστός και πολύ ευγενικός άνθρωπος από το Πακιστάν.  

Για να μην τα πολυλογώ, ο Πακιστανός μου είπε πως, για να με προσλάβει στην εταιρία και να ξεκινήσω να δουλεύω, θα πρέπει πρώτα να αποκτήσω προσωπικό αριθμό.

Όχι μόνιμο προσωπικό αριθμό -αυτός θέλει μήνες για να βγει-, προσωρινό· ο προσωρινός προσωπικός αριθμός βγαίνει πιο γρήγορα -σού έρχεται περίπου στον ένα μήνα-, και, εκτός από την δυνατότητα να προσληφθείς κάπου, έχεις και στον ήλιο μοίρα. Διαφορετικά -χωρίς καν το προσωρινό νούμερο-, είσαι φάντασμα, και για τους Σουηδούς δεν υπάρχεις. Τα είπαμε στην αρχή. 

«First you take the four numbers -τέσσερα ψηφία είναι ουσιαστικά ο προσωπικός αριθμός (τρελή μανούρα για τέσσερα κωλοψηφία, γάμησέ τα), then you come here and start working for me», μου είπε χαρακτηριστικά ο Πακιστανός. 

Να μην ξεχάσω να αναφέρω πως ο Πακιστανός «ψήθηκε» να με προσλάβει με συνοπτικές εξαιτίας του Χ., τον οποίο φάνηκε να κατασυμπαθεί, οπότε το λιγότερο που έχω να κάνω είναι να τον ευχαριστήσω. 

Χ., σ' ευχαριστώ. ΣΕΒΟΜΑΙ.

Αν δεν υπήρχε ο Χ. και έσκαγα μύτη στον Πακιστανό έτσι στο ξεκάρφωτο, θα μου έδινε τον πούλο ασυζητητί. 

Τέλος πάντων, τώρα είμαι στην φάση που περιμένω πότε θα μου έρθει ο προσωρινός προσωπικός αριθμός για να ξεκινήσω δουλειά· θα μοιράζω κι εγώ εφημερίδες από σπίτι σε σπίτι, κι έτσι θα βγάζω τα προς το ζην και θα αρχίσω να ψάχνω σπίτι, ενώ σκοπεύω να ξεκινήσω και μαθήματα σουηδικών που είναι δωρεάν. (Γάμησέ τα, διευθυντής σε καμιά τράπεζα ήθελα να γίνω βασικά αλλά δεν με έκαναν τα καριόλια οι Σουηδοί, οπότε στράφηκα στον Πακιστανό.).   

Στο μεταξύ -όσο περιμένω-, κάνω διάφορα πράγματα. 

Εξερευνώ την πόλη, γεύομαι ωραία φαγητά, δοκιμάζω κρασιά και μπύρες από όλο τον κόσμο, κάνω τα ψώνια μου, γνωρίζω καινούριους ανθρώπους, γράφω σαν τον πούστη, πλένω τα πιάτα στο σπίτι των παιδιών -ρίχνω και καμιά λάτρα πού και πού-, ψάχνω για άλλες δουλειές, χαζεύω μουνιά στο πανεπιστήμιο. Ωραία είναι. 

Η Σουηδία -από ό,τι έχω καταλάβει εγώ μέχρι τώρα αλλά και από εμπειρίες άλλων ανθρώπων που συζητάμε- είναι μια πανέμορφη αλλά δύσκολη χώρα· όσοι σκοπεύετε στο μέλλον να μεταναστεύσετε στην πατρίδα του Μπέργκμαν, του Ιμπραϊμοβιτς και του ΙΚΕΑ, να θυμάστε ότι σαν χώρα έχει πολύ περίμενε και θέλει τρελή υπομονή. 

Προσωπικά, δεν έχω σκοπό να το βάλω εύκολα κάτω. 

Ήρθα στην Σουηδία με σκοπό να μείνω, και θα κάνω ό,τι χρειαστεί για να το πετύχω. 

Το ενδεχόμενο επιστροφής στην Ελλάδα, τουλάχιστον αυτή την περίοδο -γιατί αργότερα δεν ξέρω, μπορεί να κουραστώ και να θέλω να γυρίσω-, φαντάζει εφιάλτης και μου προκαλεί πανικό.  

Μου λείπει η οικογένειά μου, μου λείπουν οι φίλοι μου, μου λείπει να καπνίζω όπου και όποτε γουστάρω (οι ομογενείς που διαβάζουν τώρα αυτές τις γραμμές θα πρέπει να έχουν ξεσκιστεί στα γέλια με το «νεούδι» που δεν έχει ούτε δέκα μέρες στην ξενιτιά και του βγαίνει ήδη νοσταλγία αλλά δεν πειράζει), μου λείπουν πολλά.  

Αλλά, όπως έγραψε κι ο Ηλίας Πετρόπουλος, «η χώρα μου με κουρελιάζει». 

Και να φανταστείτε, ο Ηλίας Πετρόπουλος δεν έζησε καν στην εποχή που τα Μνημόνια -και η απόλυτη, ταπεινωτική και εξευτελιστική επιτροπεία- δεν τελειώνουν ποτέ. 

Πού να ζούσε κιόλας. 

(Θα τα λέμε συχνά.)

(Από το Νόρσεπινγκ για το προτεκτοράτο, Γιόνας Γιόνανσον Ντάρκο.)

Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2017

Σημειώσεις ενός Έλληνα νεομετανάστη (νοσταλγία για την πατρίδα)

«Αγαπώ υπερβολικά την πατρίδα μου για να είμαι εθνικιστής».

Αυτή την φράση του Αλμπέρ Καμύ -από τα «Γράμματα σ' ένα φίλο Γερμανό»- είπα τις προάλλες στον Μ., έναν φοβερό Κρητικό που γνώρισα εδώ στο Νόρσεσπινγκ, πάνω σε μια συζήτηση που είχαμε για την Ελλάδα -και για τον πολιτισμό που παρήγαγε κάποτε η Ελλάδα-, ενώ καπνίζαμε έξω από ένα καφέ. 

Η κουβέντα μας διήρκεσε κάνα δεκάλεπτο -όσο διαρκεί ένα τσιγάρο-, αλλά ήταν από αυτές τις πολύ έντονες και γεμάτες συναίσθημα κουβέντες που κάνουν μεταξύ τους οι άνθρωποι που ζούνε μακριά από τον τόπο τους. 

Με τον Μ. μάς είχε πιάσει νοσταλγία για την πατρίδα. 

Επειδή ακούω πολλούς από εσάς να αναρωτιέστε «Μα καλά, πότε πρόλαβε αυτός να νοσταλγήσει την Ελλάδα; Μια εβδομάδα έχει που έφυγε», να σας ενημερώσω πως νοσταλγούσα την Ελλάδα ακόμα και όταν ζούσα στην Ελλάδα.  

Ίσως, η νοσταλγία μου για την Ελλάδα να ήταν μεγαλύτερη πριν που ζούσα στην Λάρισα, παρά τώρα που ζω στο Νόρσεπινγκ. 

Αυτό που θέλω να πω είναι πως δεν χρειάζεται να ζεις μακριά από τον τόπο σου για να τον νοσταλγήσεις, όταν τον βλέπεις να βουλιάζει, να ρημάζεται και να οδηγείται στον αφανισμό. 

Αρκεί, φυσικά, να νιώθεις. Κι εγώ νιώθω. Ίσως, παραπάνω από όσο χρειάζεται. 

Κάποια στιγμή -και εκεί που λέγαμε για τον Χατζιδάκι, τον Αγγελόπουλο, τον Καμπανέλλη και άλλους μεγάλους Έλληνες-, με τον Μ. αρχίσαμε να μιλάμε για την ιστορία της Ελλάδας.

Πιάσαμε τους εμφυλίους, το ΕΑΜ, την χούντα, τον φασισμό, ενώ συμφωνήσαμε πως ο λόγος που η Ελλάδα γέννησε Χατζιδάκιδες, Αγγελόπουλους, Καμπανέλληδες και άλλα τέτοια τέρατα της τέχνης και του πολιτισμού είναι επειδή η πρόσφατη ιστορία της είναι γεμάτη προσφυγιά, διωγμούς, αίμα, δάκρυα και πόνο. 

Εκεί συνέβη κάτι εκπληκτικό: 

Πάνω που μιλούσαμε για όλα αυτά -και ο ένας διέκοπτε τον άλλο για να πει τα δικά του-, ανατριχιάσαμε και οι δυο. Ταυτόχρονα. 

Δυο Έλληνες που ζουν μακριά από την Ελλάδα συζητούν έξω από ένα καφέ στην μέση του πουθενά για την Ελλάδα και ανατριχιάζουν ταυτόχρονα. 

Αυτό. 

(Το κείμενο είναι αφιερωμένο στους Έλληνες που εγκατέλειψαν τα τελευταία χρόνια την Ελλάδα επειδή δεν άντεχαν να την βλέπουν να οδηγείται στην καταστροφή και τον εξευτελισμό. Να πω επίσης πως το κείμενο αφορά Έλληνες που τρέφουν αγνά συναισθήματα για την χώρα τους και δεν μισούν τις πατρίδες των άλλων. Δηλαδή πραγματικούς Έλληνες.)

(Από το Νόρσεπινγκ για το προτεκτοράτο, Γιόνας Γιόνανσον Ντάρκο.)

Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2017

Σημειώσεις ενός Έλληνα νεομετανάστη (shopping)

Από την ημέρα που ήρθα στο Νόρσεπινγκ με έχει πιάσει καταναλωτική μανία· παίρνω σβάρνα όλα τα Mall και ψωνίζω ρούχα αβέρτα. 

Με τα ψώνια ξεδίνεις. Εκτονώνεσαι. 

Ψωνίζοντας, ξεχνάς σχεδόν τα πάντα.  

«Μα καλά ρε Ντόνι, πόσο ρηχός υλιστής έχεις γίνει τέλος πάντων;». 

Αφήστε τα· σε αντίθεση με εσάς στην Ελλάδα που το μόνο που σας ενδιαφέρει είναι η ταξική πάλη, εγώ έχω πάρει την κάτω βόλτα. 

Μέχρι στιγμής, έχω ψωνίσει τέσσερα παντελόνια, τρία πουκάμισα, δυο πουλόβερ, έξι μπλουζάκια κοντομάνικα, εφτά εσωθερμικά -σε διάφορα χρώματα-, και πέντε σκουφιά. 

Και είμαι μόνο έξι μέρες στο Νόρσεπινγκ. Στον ένα μήνα λογικά, θα χρειάζομαι οχτώ ντουλάπες για τα ρούχα μου. 

Ούτε η Κάρι Μπράντσο στο Sex and the City τέτοιο κάλο. 

Σε λίγο ο Ν. και η Μ. θα με κλειδώνουν στο σπίτι, για να μην μπορώ να βγω έξω για shopping. Που είναι ο νέος μου εθισμός. 

Θα με δένουν στο κρεβάτι -σαν τους ζουρλούς-, ενώ θα μου φοράνε και φίμωτρο, για να μην ακούγονται τα ουρλιαχτά μου από την λύσσα. Αουουουουουουου!!!

Δεν ξέρω τι έχω πάθει. Έχω γίνει καταναλωτικό ζόμπι· αφού φοβάμαι μην δαγκώσω κανέναν άνθρωπο καμιά μέρα και πάει και σηκώσει όλο το H&M, βγάζοντας παράλληλα αφρούς από το στόμα.

Πάντως, το χαίρομαι. 

Αν και γούσταρα τρελά το shopping -από πάντα-, στην Ελλάδα, τα τελευταία 5-6 χρόνια, δεν ψώνιζα σχεδόν ποτέ.

Όλο με τα ίδια ρούχα ήμουνα. Γύφτος. Ντάιο. 

Πάντως, από πατριωτισμό δεν ψώνιζα. Ήθελα να είμαι σετ με την οικονομική κατάσταση της χώρας μου. 

Σε προτεκτοράτο ζούσα, στο κάτω κάτω. Δεν μου πήγαινε η καρδιά να ντύνομαι σαν τον Πατούλη. 

Κυκλοφορούσα συνέχεια με κάτι σκισμένα παντελόνια, κάτι κομμένες μπλούζες και κάτι τρύπια παπούτσια, με αποτέλεσμα να έχω τον ανθρωποδιώκτη.

Δεν ήταν λίγες οι φορές που ενώ κάπνιζα στην στάση του λεωφορείου, οι άνθρωποι μου πέταγαν ψιλά. Μάλλον επειδή με περνούσαν για άστεγο. 

Για να καταλάβετε, είχα φτάσει να βγαίνω βράδυ για ποτό με την μπλούζα που φόραγα στον ύπνο. Πιο ντεκαντάνς πεθαίνεις. 

Απορώ πώς μου κάθονταν οι γκόμενες. Εντάξει, δεν απορώ και πολύ. Είναι επειδή είμαι ένα κράμα Αλμπέρ Καμύ, Μίλαν Κούντερα και Αριστοφάνη· αυτό με σώζει. 

Τώρα, όμως, την έχω καταβρεί με το shopping στην πατρίδα μου την Ευρώπη. 

Σκέφτομαι πως, αν συνεχίσω έτσι, σε λίγο καιρό θα έχω γίνει σαν αυτούς τους αστείους τύπους στο youtube που μιλάνε για ρούχα και παπούτσια. 

Θα έχω γίνει fashion blogger. Δηλαδή γυναικωτός.

Πάντως, αν με δείτε ποτέ να φωτογραφίζω τα ρούχα μου και να ποστάρω την μια σέλφι μετά την άλλη, να με πάρετε ένα τηλέφωνο να δείτε αν είμαι καλά. 

Γιατί μπορεί να έχω γίνει χίπστερ.  

Και είναι κρίμα από κομαντάντε να γίνω χίπστερ. 

Γενικά, να με προσέχετε. 

Πάω τώρα, γιατί μπάνισα χτες ένα φοβερό ζευγάρι παπούτσια σε ένα ρουχάδικο, και δεν ψήνομαι να μου τα προλάβει κάνας αμπλαούμπλας Σουηδός. 

Έχουν και 50% έκπτωση. 

Καλά μιλάμε, θα τα δει το βράδυ ο Mr. Big και θα πάθει την πλάκα του. 

(Από το Νόρσεπινγκ για το προτεκτοράτο, Γιόνας Γιόνανσον Ντάρκο.)

Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2017

Σημειώσεις ενός Έλληνα νεομετανάστη (ελευθερία)


Αυτή είναι η θέα από το παράθυρο του πανεπιστημίου του Νόρσεπινγκ που δουλεύει ο Ν. 

Οι φοιτητές και οι εργαζόμενοι στο πανεπιστήμιο κάθονται αραχτοί σε κάτι μεγάλους καναπέδες και διαβάζουν, συζητούν, τρώνε ή κάνουν το διάλειμμα τους, βλέποντας αυτό. 

Στο εξής, θα πηγαίνω να γράφω στο πανεπιστήμιο· να ατενίζω αυτό το υπέροχο τοπίο και να ακούω τα νερά να χύνονται στο ποτάμι, να γλυκαίνονται τα μάτια, τ' αυτιά κι η ψυχή μου. 

Αχ πατρίδα μου Ευρώπη, μπλόγκερ σού ήρθα, ποιητή με έκανες με τα κάλλη σου. (Μην δίνετε σημασία· είναι από τον ενθουσιασμό, θα μου περάσει,)

Για να μπεις στο πανεπιστήμιο δεν χρειάζεται να είσαι φοιτητής ή να δουλεύεις. Στο πανεπιστήμιο μπορεί να μπει ο καθένας. Θα το εκμεταλλευτώ αυτό, και θα πηγαίνω εκεί να κάθομαι με τις ώρες. 

Εκτός από να γράφω ή να διαβάζω, θα χαζεύω και τις φοιτήτριες, γιατί καλό το γράψιμο και το διάβασμα αλλά σαν το μουνί δεν έχει. (Ορίστε, ξαναήρθα στα ίσα μου.)

Δεν σας είπα. 

Στο κυλικείο του πανεπιστημίου έχει και φρέντου ισπρέσου. Ήπια σήμερα. Συγκίνηση. 

Μια ώρα έκανε να μου τον φτιάξει η υπάλληλος εν τω μεταξύ· εκατό φορές μου ζήτησε συγνώμη η καημένη. Δεν μπορούσε να τον πετύχει με τίποτα. 

Καθώς ήμουν έξω και τράβαγα αυτό το βίντεο -είχα βγει για τσιγάρο-, σκεφτόμουν πόσο ελεύθερος νιώθω από την ημέρα που έφυγα από την Ελλάδα. 

Το συναίσθημα δεν υπάρχει. 

Την χρειαζόμουν την αλλαγή. Όλοι την χρειαζόμαστε την αλλαγή. Αλλά οι περισσότεροι δεν την τολμούμε· προτιμάμε να καθόμαστε να γκρινιάζουμε και να μιζεριάζουμε. 

Παιδιά, η γκρίνια κι η μιζέρια είναι ευκολάκια. 

Το να κάθεσαι όλη μέρα σε έναν καναπέ και να καταριέσαι τον Τσίπρα, την Μέρκελ, τον Σόιμπλε ή δεν ξέρω γω ποιον άλλον για την μαύρη σου τη μοίρα είναι το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο. 

Όλοι μπορούν να το κάνουν. 

Το δύσκολο είναι να αποφασίσεις να αλλάξεις την ζωή σου και να κάνεις κάτι γι' αυτό. 

Το δύσκολο είναι να ξεβολευτείς. 

Αλλά σε ποιους κάθομαι και τα λέω τώρα όλα αυτά; Στους Έλληνες;

(Από το Νόρσεπινγκ για το προτεκτοράτο, Γιόνας Γιόνανσον Ντάρκο.)

Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2017

Σημειώσεις ενός Έλληνα νεομετανάστη («τα καλύτερα μυαλά φεύγουν στο εξωτερικό»)

Συνέβη κάτι πάρα πολύ αστείο σήμερα στον ΟΑΕΔ - ξαναπήγα σήμερα στον ΟΑΕΔ, γιατί μου είχαν λείψει και ήθελα να τους ξαναδώ. 

Πήγα μόνος μου αυτή την φορά, χωρίς τον Ν. Έχει και δουλειές ο άνθρωπος, δεν θα ασχολείται όλη μέρα με μένα το μογγόλι. 

Για να εξυπηρετηθείς στον ΟΑΕΔ, παίρνεις ένα χαρτάκι. Το χαρτάκι έχει πάνω έναν αριθμό. Περιμένεις σε ένα τραπεζάκι μέχρι να φανεί στον πίνακα ο αριθμός σου. Μόλις φανεί ο αριθμός σου, σηκώνεσαι για να κάνεις την δουλειά σου. 

Τίποτα καινούριο, η διαδικασία είναι ακριβώς ίδια με αυτήν στις ελληνικές τράπεζες. 

Είχα τον αριθμό 195. Στον πίνακα ήταν το 93. 

«Γάμησέ τα», σκέφτηκα. «Θα μείνω εδώ μέχρι να γίνει ο Κυριάκος πρωθυπουργός της Ελλάδας». 

Περίμενα, περίμενα, περίμενα. 

Κάνα μισάωρο αργότερα, ο πίνακας έγραφε 95. 

«Για να χρειάστηκε μισή ώρα για να εξυπηρετηθούν δυο άνθρωποι, σκέψου πόση ώρα θα χρειαστεί για να εξυπηρετηθούν εκατό. Θα φύγω από δω μέσα όταν θα διοργανώσει ξανά Ολυμπιακούς αγώνες η Ελλάδα». 

Με είχε πιάσει απελπισία. Σηκώθηκα -σιχτιρίζοντας- και βγήκα έξω για τσιγάρο. 

Εν τω μεταξύ, έξω να κάνει τρελό πουτσόκρυο. Αέρας και κακό. Αλλά τι α καντς; Α κατς α μπαφιάεις; 

Αφού κάπνισα το τσιγάρο μου μέχρι το φίλτρο, το έσβησα στην σόλα του παπουτσιού μου, πέταξα την γόπα σε ένα κάδο εκεί παραδίπλα -έχω γίνει ορίτζιναλ Ευρωπαίος μιλάμε-, και ξαναμπήκα στον ΟΑΕΔ. 

Στην είσοδο είναι ένας υπάλληλος (κατάλαβα πως ήταν υπάλληλος από το καρτελάκι που κρεμόταν στον λαιμό του) ίδιος ο Ντάισελμπλουμ. 

Μαλλάκι μπούκλα, γυαλάκια, κάτασπρο δέρμα και φλωρόφατσα. Σουηδός λογικά.

«Εδώ είμαστε», σκέφτομαι. 

«Excuse me», του κάνω, «do you speak english?». 

«Of course».

«Σωραίος», του λέω ασυναίσθητα. «Can you please help me?» συνεχίζω, δίνοντάς του το χαρτάκι με τον αριθμό μου και δείχνοντας του με το δάχτυλο τον πίνακα. 

«Wait a second», μου κάνει. 

Σβέλτα Γερούν, δεν είναι Eurogroup εδώ. 

Ο Ντάισελμπλουμ επιστρέφει χαμογελαστός με άλλο χαρτάκι. Μου το δίνει. Το χαρτάκι έγραφε 196. 

Στον πίνακα ήταν ακόμα το 95. 

«Μας υποχρέωσες φιόγκε», σκέφτομαι. «Maybe is it better for me to come back tomorrow morning?», τον ρωτάω σε άπταιστα αγγλικά Τσίπρα. Τα νεύρα εν τω μεταξύ κρόσσια.

«No, you are next!», μου λέει ο τύπος γεμάτος ενθουσιασμό. 

Κούλαρε μεγάλε. 

«Τι έγιναν οι υπόλοιποι εκατό, ρε πούστη μου; Πέθαναν;», αναρωτιέμαι φωναχτά. 

Ο άλλος να με κοιτάει απορημένος εν τω μεταξύ. Με ηλίθιο έμπλεξα, σου λέει. 

Επειδή εγώ είχα κάψει φλάντζα και ο Σουηδός το κατάλαβε, μου εξήγησε πως τα δυο τελευταία ψηφία είναι ο αριθμός μου. 

Το πρώτο ψηφίο -δηλαδή ο άσσος- ήταν ο αριθμός του γραφείου του υπαλλήλου που θα με εξυπηρετούσε. (Και πού να το ξέρω εγώ, μετανάστης άνθρωπος, ρε μάστορα;)

Για να καταλάβετε, όταν μπήκα στον ΟΑΕΔ είχα στο χέρι μου τον αριθμό 93 αλλά νόμιζα πως είχα το 193, με αποτέλεσμα να περιμένω τζάμπα για πάνω από μια ώρα, ενώ έχασα και την σειρά μου. 

Γάμησέ τα. 

Πάντως, ρε παιδί μου, είμαστε πανέξυπνοι εμείς οι Έλληνες. 

Είναι απορίας άξιον το πώς καταφέραμε και χρεοκοπήσαμε, και βρέθηκε η χώρα μας στον πούτσο του Σόιμπλε καβάλα. 

(Από το Νόρσεπινγκ για το προτεκτοράτο, Γιόνας Γιόνανσον Ντάρκο.)

Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2017

Σημειώσεις ενός Έλληνα νεομετανάστη (γνωριμία με το Νόρσεπινγκ)

Σήμερα επισκέφτηκα δυο σουηδικές δημόσιες υπηρεσίες. Πήγα στον ΟΑΕΔ και στην εφορία, για να πάρω κάποιες πληροφορίες που ήθελα. 

Μην περιμένετε να σας γράψω τον ΟΑΕΔ και την εφορία στα σουηδικά, γιατί θα μου πάρει δυο μήνες. 

Οι Σουηδοί χρησιμοποιούν τεράστιες λέξεις. Όλοι οι σκανδιναβικοί λαοί χρησιμοποιούν τεράστιες λέξεις. Μια χριστοπαναγία θες να ρίξεις στα σουηδικά και είναι ολόκληρος σιδηρόδρομος.

Τέλος πάντων. 

Στον ΟΑΕΔ και στην εφορία δεν πήγα μόνος μου. Πήγα με τον Ν., γιατί φοβόμουν πως θα χαθώ (είναι μόλις η δεύτερη μέρα που βρίσκομαι στο Νόρσεπινγκ), και με το δίκιο μου, γιατί εδώ χανόμουν στο Μεταξοχώρι, στο Νόρσεπινγκ δεν θα χαθώ; 

Αυτό που μου έκανε εντύπωση και στις δυο δημόσιες υπηρεσίες που πήγα είναι η ησυχία που επικρατούσε.  

Οι άνθρωποι εδώ δεν βγάζουν κιχ· αφού τους κουνούσα για να δω μήπως είναι ταριχευμένοι. 

Πας σε μια δημόσια υπηρεσία στην Ελλάδα και νομίζεις πως μπήκες στην Θύρα 4. Ουρλιαχτά, βρισίδια, σπρωξίματα - της πουτάνας το κάγκελο. 

Στην Σουηδία νομίζεις πως μπήκες στο ιερό της Εκκλησίας. Άλλο πράμα. 

Για να μην αναφερθώ στο πόσο καθαρά είναι εδώ τα κτίρια. 

Μπαίνεις στον σουηδικό ΟΑΕΔ και σού έρχεται να βγάλεις τα παπούτσια. Στην Ελλάδα, μπουκάρεις με τσιγάρο και φρέντου ισπρέσου σε πλαστικό. Εντάξει, είμαστε και μερακλήδες εμείς οι Έλληνες. 

Κάτι άλλο που μου έκανε εντύπωση είναι πως κανείς από τους εργαζόμενους που μίλησα σε αυτές τις δυο δημόσιες υπηρεσίες δεν ήταν Σουηδός. 

Ο ένας ήταν Άραβας, η άλλη Κινέζα, ενώ με εξυπηρέτησε και ένας ωραίος νεαρός που δεν κατάλαβα από πού κρατάει· πάντως, σίγουρα δεν ήταν Σουηδός, γιατί ούτε ξανθά μαλλιά είχε, ούτε και μιλούσε πολύ καλά αγγλικά. 

Α, να μην ξεχάσω να αναφερθώ στην ευγένεια με την οποία με αντιμετώπισαν όλοι. Δεν υπάρχει. 

Οι άνθρωποι εδώ -οπουδήποτε και να πας- είναι τόσο ζεστοί και χαμογελαστοί, που σε κάνουν να νιώθεις σαν στο σπίτι σου· εκτός αν το σπίτι σου είναι η Ελλάδα και έχεις συνηθίσει στην αγένεια και την καφρίλα, οπότε αισθάνεσαι εντελώς ξένος. 

Στον δρόμο συζητούσαμε με τον Ν. πως το Νόρσεπινγκ είναι πόλη πολυπολιτισμική και πως αυτό μας αρέσει πάρα πολύ. 

Στον Τάκη Θεοδωρόπουλο δεν θα άρεσε βέβαια, αλλά ποιος τον γαμάει τον Τάκη Θεοδωρόπουλο; Κανείς μάλλον. Για αυτό είναι έτσι. (Πώς μου ήρθε τώρα ο Τάκης Θεοδωρόπουλος, ένα θεός ξέρει.)

Στην γειτονιά που μένουμε βλέπεις Άραβες, Τούρκους, Κινέζους, Ιταλούς, Αμερικανούς, Αφρικανούς. Πανσπερμία λαών. 

Βέβαια, το κακό είναι ότι βλέπεις και πολλούς Έλληνες αλλά, αν δεν σε δουν να κρατάς τσιγάρο -ώστε να μπορέσουν να σου κάνουν καμιά τράκα-, δεν σου μιλάνε, οπότε κομπλέ. 

Πληθυσμιακά, το Νόρσεπινγκ είναι λίγο μικρότερο από την Λάρισα και απέχει μια ώρα και κάτι από το παραμύθι που λέγεται Στοκχόλμη. 

Το Νόρσεπινγκ έχει πολλά πανεπιστήμια και εμπορικά κέντρα, έχει τραμ, γέφυρες και ποτάμια, ενώ είναι ακόμα στολισμένο από τα Χριστούγεννα, με αποτέλεσμα να σου κόβεται η ανάσα από την λάμψη και την ομορφιά. 

Και μια εικόνα: 

Λίγο παρακάτω από το σπίτι μας υπάρχει ένα ποτάμι. 

Τα νερά που χύνονται στο ποτάμι έχουν παγώσει, και αυτό που βλέπεις είναι ένας κρυστάλλινος και αιωρούμενος καταρράκτης· το θέαμα είναι εκπληκτικό. Αποφάσισα να περνάω από εκεί κάθε μέρα, μέχρι η ομορφιά να μου κάψει τα μάτια. 

Πάντως, το κρύο παλεύεται. Αν καλύψεις αυτιά, λαιμό και χέρια, είσαι μια χαρά. (Για την μάνα μου τα γράφω αυτά, μην δίνετε σημασία.)

Σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, και Εσκιμώος να ντυθείς τον χειμώνα, πάλι θα το δαγκώσεις. 

Τι άλλο να σας πω για το Νόρσεπινγκ. 

Καλά, εννοείται πως εδώ οι οδηγοί είναι πολύ προσεκτικοί και πως ο πεζός έχει πάντα προτεραιότητα· πράγμα που το διασκεδάζω υπερβολικά, αφού διασχίζω κεντρικούς δρόμους σφυρίζοντας και ατενίζοντας το άπειρο - ή κάνοντας σκρολ ντάουν από το κινητό μου στο Facebook. 

Γενικά, και όπως θα έχετε ήδη αντιληφθεί, έχω πάθει την πλάκα μου που μένω Ευρώπη. Γιατί πριν δεν έμενα. 

Αυτό όμως που μου προκαλεί ακόμα μεγαλύτερο ενθουσιασμό είναι που μένω Ευρώπη χωρίς ευρώ. 

Είναι ωραία έξω από το ευρώ. 

Να το δοκιμάσετε. 

(Από το Νόρσεπινγκ για το προτεκτοράτο, Γιόνας Γιόνανσον Ντάρκο.)

(Την φωτογραφία την τράβηξα σε σούπερ μάρκετ. Έχει σουξέ και στην Σουηδία ο Ευλογητός. Μέχρι και εξώφυλλο του έκαναν.)