Τρίτη 11 Μαρτίου 2014

Κρατάς μυστικό;


Αυτό το πολύ όμορφο τραγούδι σε έφερε σήμερα στη σκέψη μου. Ήσουν πάλι 17 χρονών και ερχόσουν να μου χτυπήσεις το κουδούνι στις 2 τη νύχτα, γνωρίζοντας πως δεν είσαι ευπρόσδεκτη. Πουθενά δεν κώλωνες. «Είσαι μουρλή» έγραφε το μήνυμα που σου έστειλα εκείνο το βράδυ. «Πες μου κάτι που δεν ξέρω» απάντησες - θυμάσαι;

Μου κράτησες μούτρα για δυο μέρες - δεν άντεξες παραπάνω. Δεν στο είπα ποτέ, αλλά εκείνες οι δυο μέρες πέρασαν βασανιστικά αργά.

Χαμός έγινε στο σπίτι εκείνο το βράδυ για χάρη σου. Είχα θυμώσει τόσο πολύ που σου φέρθηκαν έτσι, που αν μπορούσα θα έσπαγα μέχρι και τους τοίχους. 

Θυμήθηκα κι εκείνες τις πολύ όμορφες μέρες που μπέρδευες τα δάχτυλά σου στα δικά μου. Δεν ξεκολλούσα από το σπίτι σου - είχα ξεχάσει το δρόμο για το δικό μου. Πρώτη φορά μου συνέβαινε κάτι τέτοιο. Κόμπος το στομάχι. 

Σε ζήλευαν οι φίλες σου. Ειδικά όταν φορούσες εκείνο το μαύρο φόρεμα με τις κόκκινες βούλες. Πόσο όμορφη ήσουν - έσκαγαν όλες απ' το κακό τους. Σε κοιτούσα και καμάρωνα. 

Γλεντούσες σαν άντρας και αγαπούσες σαν γυναίκα - και δεν είχες κλείσει καλά-καλά τα 18. Στην έλεγα συχνά αυτή την ατάκα κι εσύ χαμογελούσες. Ποτέ δεν σου είπα πως την είχα ξεπατικώσει από ένα βιβλίο - σου έλεγα πως ήταν δικιά μου γιατί ήθελα να με θαυμάζεις. 

Και τότε που μαλώναμε για το ποιος θα φορέσει την πράσινη βερμούδα θυμήθηκα. Είχαμε κάνει το δωμάτιο λίμπα - ήταν λες και είχε πέσει βόμβα. Μπήκε μέσα η μάνα σου -χωρίς να την ακούσουμε- και με βρήκε να φοράω ένα σουτιέν σου πάνω απ' τη μπλούζα μου. Κοίταξε ένα γύρο το δωμάτιο -γινόταν της πουτάνας-, σταυροκοπήθηκε τρεις φορές και έφυγε. Μόλις έκλεισε η πόρτα κόντεψε να σπάσει το στομάχι μου απ' τα γέλια - εσύ είχες πέσει στο πάτωμα και γελούσες σαν υστερική.

Και μετά έφτασε εκείνη η νύχτα που με φίλησες. Ήταν τόσο αναπάντεχο που άρχισα να τρέμω - το ένιωθες. Κάρφωσες τα μάτια σου στα δικά μου και είπες «κρατάς μυστικό;». «Ναι», τραύλισα εγώ και με ξαναφίλησες. Ούτε κι εγώ ξέρω πόσο καιρό το περίμενα. Δεν στο είπα ποτέ όμως. Δεν ήθελα να το μάθεις - φοβόμουν. Κοιμηθήκαμε αγκαλιά. Τα δάχτυλά σου μέσα στα δικά μου. Η ανάσα μου στο λαιμό σου. 

Το επόμενο πρωί ήξερα. Κι εσύ ήξερες. Μέχρι το μεσημέρι δεν αλλάξαμε κουβέντα. Όταν κάτσαμε στο τραπέζι να φάμε, δεν μπορούσα καν να σε κοιτάξω. Ούτε κι εσύ μπορούσες. Το φαγητό μου ούτε που το άγγιξα - δεν κατέβαινε μπουκιά. Ποτέ δεν κάνει λάθος το στομάχι - εσύ μου το 'μαθες αυτό, θυμάσαι;


Την ημέρα που έφευγες δεν εμφανίστηκα. Το ξερες πως δεν θα εμφανιστώ. Τα παιδιά αργότερα μου είπαν πως εκείνη τη μέρα ήσουν πιο όμορφη από ποτέ - δεν είχα καμία αμφιβολία. Δεν στο είπα ποτέ, αλλά λίγες ώρες αφότου έφυγες, έσπασα στην αγκαλιά του Γ. Δεν με είχε ξαναδεί έτσι - ο κακομοίρης δεν ήξερε πώς να με ηρεμήσει. Για να πω την αλήθεια, ούτε κι εγώ με είχα ξαναδεί έτσι. Πνιγόμουν. Θα ακουστεί χαζό, αλλά για μια στιγμή πίστεψα πως τα δάκρυά μου θα σε πνίξουν και θα γυρίσεις πίσω. Δεν γύρισες ποτέ.

Κι εκείνη τη νύχτα που σου έγραψα θυμήθηκα. Σου είχα υποσχεθεί πως θα σου γράψω και -μόλις βρήκα τη δύναμη- το έκανα. Ήταν δύσκολο, αλλά τα κατάφερα. Σε αντίθεση με σένα, μου άρεσε πάντα να κρατάω τις υποσχέσεις μου. Έγραφα μέχρι τις 5 το πρωί - είχε γεμίσει το τασάκι με γόπες και το χαρτί με λέξεις. Όταν τελείωσα έκλεισα το γράμμα στο φάκελο, κόλλησα ένα όμορφο γραμματόσημο και με το που ξημέρωσε πήγα και το ταχυδρόμησα. Ωραία πράγματα, παραδοσιακά. Μέχρι τότε δεν είχα ξαναστείλει ποτέ γράμμα - μου άρεσε. 

Γράφοντας αυτές τις αράδες χαμογελάω - χαμογελάω όπως χαμογελούσα τότε που σου έγραφα εκείνο το γράμμα: πικρά. 

Είναι το συμφέρον που χωρίζει τους ανθρώπους - στο έγραψα τότε, στο γράφω και τώρα. Κι εμάς αυτό μας χώρισε: το συμφέρον. Το δικό σου συμφέρον, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς.  

Και ήταν αυτός ο λόγος που δεν σε επισκέφτηκα στις μέρες της θλίψης σου - το θυμάμαι τώρα και απορώ πώς τα κατάφερα. «Μαύρο φόρεμα σκέτο - χωρίς κόκκινες βούλες» - έτσι έγραφε το μήνυμα που μου έστειλες τότε. Να σαι σίγουρη, πάντως, κι εγώ στα μαύρα είχα ντυθεί - μέσα μου. 

Η Β. μου είπε πρόσφατα πως ήθελες να έρθεις να με δεις το καλοκαίρι που κινδύνευσα. Δεν το είπα ποτέ σε κανέναν, αλλά εκείνο το καλοκαίρι έλιωσα να σε περιμένω - ήταν η ανάγκη μου να διώξω τον φόβο, βλέπεις. Τώρα καταλαβαίνω το λόγο που δεν ήρθες: πίστευες πως δεν ήσουν ευπρόσδεκτη, όπως εκείνο το βράδυ στα 17. Πόσο λάθος έκανες - είχα καταφέρει να σπάσω μέχρι και τους τοίχους.



«Drink up one more time and i'll make you mine
Keep you apart, deep in my heart
Separate from the rest, where i like you the best»